Το βεγγαλικό
Νυχτώθηκα όπως πάντα
στη σκοτεινή βεράντα
Και διάλεξα εν' αστέρι
το κράτησα στο χέρι
Σε λίγο του 'πα "φύγε"
το φύσηξα και πήγε
Στο αντικρινό μπαλκόνι
οπού καθόταν μόνη
Μελαχρινή κοπέλα
με κάτασπρη κορδέλα
Το πήρε στη ποδιά της
το 'βαλε στα μαλλιά της
Το φόρεσε βραχιόλι
και λαμποκόπησε όλη
Έπειτα ήρθε ο μπάτης
πήρε το κάθισμά της
Τη φύσηξε απ' το πλάϊ
μες στη βραδιά του Μάη
Κι έξαφνα μες στον ουρανό
κάηκε σα βεγγαλικό
Le feu de Bengale
La nuit m'a surpris
Sur le balcon obscurci
Et j'ai choisi une étoile
L'ai gardée à la main,
Peu après, je lui ai dit « va »,
J'ai soufflé sur elle, et elle alla
Au balcon d'en face
Où était assise, seule,
Une jeune fille brune
Au ruban tout blanc
Elle l'a prise sur son tablier,
La plaça dans ses cheveux,
Elle en fit un bracelet
Et, toute, elle resplendit,
Puis vint la brise de mer
Qui se saisit de son siège,
Souffla sur son flanc,
En cette soirée de mai
Et soudain, au ciel,
Elle s'enflamma comme un feu de Bengale.
Οδυσσέα Ελύτη, Τα Ρω του έρωτα, ενότητα Τ' αφανέρωτα, Αθήνα, Αστερίας, 1972