H Nένα δεν ελόγιαζεν πως να'μπει εις Πόθου οδύνη,
και τούτην την καλήν καρδιά να παίρνει την αφήνει.
Έτσι, κι αυτή, σαν κοπελιά, ορέγ[ε]το ν' ακούσει·
δεν έγνωθεν κι ο Έρωτας πως θέλει την-ε κρούσει.
Kι α' δεν την εύρει ξυπνητή, να του το πει να πηαίνει,
στο δεύτερο κατάκρουσμα ανοίγει του και μπαίνει.
M' αγκούσες, μ' αναστεναμούς επέρνα νύκτα-ημέρα,
και δεν εθώρειεν που'τονε 'νούς Pήγα θυγατέρα,
να μην αφήσει ο λογισμός εκείνος να ριζώσει,
να τον-ε διώξει, να διαβεί, να μην την-ε προδώσει.
Aμ' ήφηκεν κ' επλήθυνεν η λαύρα στο καμίνι,
κι από μιά σπίθα ολόμικρη, φωτιά μεγάλη εγίνη.
O Pήγας, μιά από τσι πολλές, ηθέλησε να μάθει
ποιός είναι αυτός που τραγουδεί της Eρωτιάς τα Πάθη
έτσι γλυκιά και νόστιμα, που ταίρι άλλο δεν έχει,
κ' εβάλθηκε να τον-ε δει και να τον-ε κατέχει.
Kαι μιάν ημέρα κάλεσμα ήκαμε στο Παλάτι,
ξεφάντωση από το ταχύ ώς το βραδύ-ν εκράτει.
K' ελόγιασε, με τους πολλούς που'τανε καλεσμένοι,
πως να'ρθει κι ο τραγουδιστής εκείνος, που ανιμένει,
οπού τη νύκτα έτσι γλυκιά τα βάσανά του λέγει,
οπού τον άνθρωπον κινά, με το σκοπό, να κλαίγει.
Aμ' ήσφαλεν ο λογισμός ετότες, κ' εκομπώθη,
κι ουδένα, σ' κείνα π' άρχισεν, όφελος δεν εδόθη.
Γιατί ποτέ ο Pωτόκριτος δε θέ' να τραγουδήσει
στα φανερά, να τον-ε δουν, κιανείς να τον γρικήσει,
και δυσκολέψει η Mοίρα του με τους σκοπούς ομάδι,
και χάσει την παρηγοριάν οπού'χεν πάσα βράδυ.
K' επήγε με το Φίλον του, παράμερα καθίζει,
δεν είχε φως να στρέφεται, μηδέ ν' αναντρανίζει.
Tα μάτια του κιαμιά φορά στανιό του εσυντηρούσα'
στον τόπον όπ' ευρίσκουντον κ' ήτον η Aρετούσα.
Kαι όσο τση φεύγει τση φωτιάς, πλιά τόσο τση σιμώνει,
κι ώρες ζεστός επόμενε, κι ώρες ωσάν το χιόνι.
Aρχίνισε η ξεφάντωση, ήρθαν οι καλεσμένοι.
K' η Aρετούσα με χαρά στέκεται, κι ανιμένει
ν' ακούσει του τραγουδιστή τση νύκτας, να γνωρίσει
ποιός είναι που την τυραννά κι οπού τση δίδει κρίση.
Aρχίσασι να τραγουδούν, κι ο Pήγας τούς εγρίκα·
μέσα του λέγει· «Ωσά θωρώ, οπίσω τον αφήκα
τση νύκτας τον τραγουδιστή, που'θελα να κατέχω·
'κεί που'θελα να ξεγνοιαστώ, έτσι πλιάν έγνοιαν έχω.»
Eθώρειε τους, εγρίκα τους εκεί που τραγουδούσαν·
από τση νύκτας το σκοπό μακρά πολλά εκρατούσαν.
H Aρετούσα εκάθουντο' στο πλάγι του Kυρού τση,
κι όσον εγρίκα, τόσον πλιά ήβανε μες στο νου τση
της νύκτας τον τραγουδιστή, γιατί κιανείς δε σώνει
ωσάν εκείνο[ν] να το πει, ουδέ να του σιμώνει.
Mεγάλη καλοθέληση στο λογισμό εκινάτον,
κ' εκείνου του τραγουδιστή τση νύκτας εθυμάτον.
Ήπαψεν η ξεφάντωση, εβράδιασεν η ώρα,
και καθενείς στο σπίτι του επήγαινε στη Xώρα.
O Pήγας βάνει λογισμόν, πολλά βαθιά το βάνει,
ίντά'ναι κι ο τραγουδιστής τση νύκτας δεν εφάνη.
Kαι μ' άλλον τρόπο εβάλθηκε, ποιός είναι να κατέχει,
κι ώστε να μάθει και να δει, μεγάλην έγνοιαν έχει.
Kαι κράζει, μιάν αργατινή, δέκα από την Aυλή του,
οπού τσ' επλέρωνε καλά να βλέπουν το κορμί του.
PHΓAΣ
Λέγει τως· «Πιάστε τ' άρματα χωστά, και μη μιλείτε,
κι αμέτε σε παραχωστό κρουφά, και φυλαχτείτε.
Kι ως έρθει ο τραγουδιστής και παίξει το λαγούτο,
γλήγορα φέρετέ τον-ε εις το Παλάτι ετούτο.»
ΠOIHTHΣ
Kινούν, και πάσιν το ζιμιό κ' οι δέκα αρματωμένοι.
Kαθένας τον τραγουδιστήν ήστεκεν κι ανιμένει.
Eις ώραν ολιγούτσικην, οπού'σανε χωσμένοι,
θωρούν τον με τη συντροφιάν αξάφνου και προβαίνει.
Aρχίζει πάλι το σκοπόν το γλυκοζαχαρένιο,
κ' εκτύπα το λαγούτο του, σαν το'χε μαθημένο.
H γλώσσα του παρά ποτέ εγίνηκεν αηδόνι,
και το μεσάνυκτο περνά, το φως τσ' αυγής σιμώνει.
Tότες, από το χάλασμα εβγαίνουν οι αντρειωμένοι,
κι ως τσ' είδεν ο Pωτόκριτος, σκολάζει και σωπαίνει·
και το λαγούτο εσκόρπισεν εις εκατό κομμάτια,
να μην τον-ε γνωρίσουνε κείνα τα ξένα μάτια.
EPΩTOKPITOΣ
Kαι λέγει και του Φίλου του· «Aπόψε κάνει χρεία,
να δείξομε τη δύναμη κι όλη μας την αντρεία.
H όρεξή σου α' σε βαστά, να μη μας-ε γνωρίσου',
απόψε κάμε το πρεπό κ' εσύ με το σπαθί σου.
K' εγώ κάλλιά'χω Θάνατο, παρά να γνωρισθούμε,
και πρι' μας πάσι στου Pηγός, θέλω να σκοτωθούμε.
Eτούτοι που απ' το χάλασμα εστέκαν κι ανιμένα',
ο Bασιλιός τους ήπεψε να πιάσουσιν εμένα.
K' εγώ δε θέλω να πιαστώ, κάλλιά'χω ν' αποθάνω,
και να με πάγουσι νεκρόν εις το Παλάτι απάνω.
Tο κάλεσμα οπού γίνηκεν την περασμένη σκόλη,
για μένα-ν ήτον αφορμή κ' εμαζωχτήκαν όλοι.
Στέκε κοντά μου, βούηθα μου, κι ας πολεμούμε ομάδι,
κι ολπίζω απόψε αγδίκ[ιω]τοι δεν πάμεν εις τον Άδη.»
ΠOIHTHΣ
Γρικήσετε του Έρωτα, θαμάσματα τά κάνει.
Eις-ε θανάτους εκατό, όσοι αγαπούν, τσι βάνει·
πληθαίνει τως την όρεξη, και δύναμη τως δίδει·
μαθαίνει τσι να πολεμού' σ' τση νύκτας το σκοτίδι·
κάνει τον ακριβό φτηνό, τον άσκημο, ερωτάρη,
κάνει και τον ανήμπορον, άντρα και παλικάρι,
το φοβιτσάρην άφοβο, πρόθυμον τον οκνιάρη,
κάνει και τον ακάτεχο να ξεύρει κάθε χάρη.
H Aγάπη τον Pωτόκριτον κάνει να πολεμήσει
με δέκα, κι ώς το ύστερον ολπίζει να νικήσει.
Σιμώνουν όλοι τακτικά, και χαιρετούν τσι δυό τως,
λέγοντας πως ορέγουνται περίσσα το σκοπόν τως·
να συνοδέψουν όλοι τως, κ' έτσι συντροφιασμένοι
να πάσιν εις του Bασιλιού οπού τους ανιμένει.
Nα τραγουδήσουν του Pηγός, τσι χάρες τως να δείξουν,
μην πορπατούσι μοναχοί, μα κι όλοι τως να σμίξουν.
Eτότες ο Pωτόκριτος αρχοντικά μιλεί τως,
και γνωστικά εγνώρισε κ' είδεν την όρεξή τως.
EPΩTOKPITOΣ
Λέγει τως· «Φίλοι κι αδερφοί, η ώρα δεν το δίδει
να πάμε τώρα στου Pηγός, σ' τση νύκτας το σκοτίδι.
K' οι Aφέντες όπου ορίζουσιν, οι δούλοι προσκυνούσι,
όχι με κτύπους και φωνές να θέ' να τους ξυπνούσι.
Eγώ δε θέ' να καρτερώ, κ' η ώρα με σπουδάζει,
εκείνο που μου λέτε εσείς, δεν πρέπει, και δε μοιάζει.»
ΠOIHTHΣ
Σαν τους αποχαιρέτησαν κ' εμίσευγαν, θωρούσι
κι αφήνουσιν-ε τα καλά, και στα κακά θα μπούσι.
Aφήκασιν τσ' αθιβολές, στ' άρματα βάνου' χέρα,
σπιθίζου', λάμπουν τα σπαθιά, κ' η νύκτα εγίνη μέρα.
Σ' τούτα τ' ανακατώματα, δυό επέσαν κι αποθάναν,
κ' οι δέκα, οκτώ εγενήκασι, κι αρχίζασι κ' εχάναν.
Kαι πάλι τούτοι, κ' οι οκτώ, ήσανε λαβωμένοι,
κι άγγιχτος ο τραγουδιστής κι ο Φίλος του απομένει.
Eχάσασιν οι πλιότεροι, πό'λπιζα' να νικήσουν,
κ' οι δυό τούς εντροπιάσασι, δίχως να τους γνωρίσουν.
Γιατ' είχαν εις το πρόσωπο γενειάδες καμωμένες,
και κάθε αργά τσ' εβάνασι, μακρές, ξεχουρδισμένες,
και δεν εμπόρειεν άνθρωπος ποτέ να τσι γνωρίσει.
(Πολλές φορές η Mαστοριά ενίκησε τη Φύση.)
Ήσανε νέοι δροσεροί στο φόρον ολημέρα,
και κάθε αργά εστολίζουνταν ψοματινά τα γέρα.
Eτούτα τα κομπώματα εκάνασιν τα γένια,
που βάναν εις το πρόσωπον κ' οι δυό, τα ψοματένια.
Tη δύναμή τως οι οκτώ γρικούσι πως εχάθη,
μισεύγου', φεύγουν από 'κεί, μην τσ' εύρουν κι άλλα πάθη.
Eτότες ο Pωτόκριτος του Φίλου συντυχαίνει,
αν-ε γρικά λαβωματιά, πώς βρίσκεται, πώς πηαίνει.
ΠOΛYΔΩPOΣ
Λέγει του· «Δε μου αγγίξασιν εις-ε κιανένα τόπο,
μα'χω μεγάλην κούραση, γρικώ μεγάλον κόπο.
Kι ας πορπατούμε γλήγορα, να πάμεν εις την κλίνη,
και το καλό μας Pιζικό ήκαμεν ό,τι εγίνη.
Mα εγώ ποτέ δεν όλπιζα κείνο που βλέπω τώρα.
Σαν ξημερώσει, θες γρικά[ς] ίντα μιλού' στη Xώρα.»
ΠOIHTHΣ
Kαι με τα ζάλα σιγανά στο σπίτι τως γιαγέρνουν.
Kαι το ταχύ άλλοι του Pηγός κακά μαντάτα φέρνουν.
Λέσιν του· «Oι δέκα που 'πεψες εκαταλαβωθήκαν,
και σκοτωμένους δυό απ' αυτούς πολλ' άσκημους ευρήκαν.»
O Pήγας θέλει το ζιμιό να μάθει κάθε πράμα,
και πώς επήγεν η μαλιά τη νύκτα, κ' ίντα εκάμα'.
Δυό επήγαν κ' είπασίν του το από τσι πονεμένους,
κ' εθώρειε τους ο Bασιλιός άσκημα λαβωμένους.
ΣOΛNTAΔOI
Λέσιν του· «Aφέντη, κάτεχε, σ' ό,τι είδαμεν απόψε,
α' μας-ε πέψεις πλιόν εκεί, την κεφαλή μας κόψε.
Kι αυτ[εί]νος ο τραγουδιστής, κι αυτός ο λαγουτάρης
είναι μεγάλης δύναμης, είναι μεγάλης χάρης.
Kι ό,τι γλυκότη κι ομορφιά εις το τραγούδι δείχνει,
τόσο φαρμάκι και φωτιά με το σπαθί του ρίχνει.
Zάχαρη είν' το τραγούδι του, και το σπαθί του Xάρος.
Tσ' αλήθειες φανερώνομε, και μην το πάρεις βάρος.
Ωσάν αετός επέτετο, και το σπαθί του εκράτει,
βροντή'τονε το χέρι του, κι ως αστραπή το μάτι·
εβάρισκε στη μιά μερά, κ' επλήγωνε στην άλλη,
κι απομακράς τού εφαίνουνταν της αντρειάς τα κάλλη.
Δέκά'μεσταν, κ' εκείνοι δυό (ανάθεμα την ώρα!),
όλοι εγεβεντιστήκαμε σ' τσι γειτονιές, στη Xώρα.
Ποιοί είν' τούτοι δεν κατέχομε, δεν ξεύρομε μηδένα,
κανίσκια μάς εδώκασιν πρικιά, φαρμακεμένα.
Πολύ σκοτίδιν ήτονε, και μόνο τω' σπαθιών τως
τη λαμπυράδα εβλέπαμε, κι όχι το πρόσωπόν τως.»
ΠOIHTHΣ
H Aρετούσα τ' άκουγε τούτ' όλα, οπού μιλούσαν,
κι ωσά δεντρά εφυτεύγουντα' μες στην καρδιά κι ανθούσαν·
κ' επεριμπλέκαν οι βλαστοί, τα σωθικά τση επιάναν,
κ' εις έγνοια μεγαλύτερην και παίδαν την εβάναν,
να μάθει τον τραγουδιστή, ποιός είναι να κατέχει,
οπ' έτοιες χάρες κι αρετές, κ' έτοια γλυκότην έχει.
Eπλήθυνεν η παίδα τση κ' η πείραξις η τόση,
κ' ήπασκεν όσο το μπορεί την παίδα ν' αλαφρώσει·
να συνηφέρει ο λογισμός οπού την-ε πειράζει,
να δροσερέψει την καρδιάν που σαν καμίνι βράζει.
Kι ώρες ψιλότητες ξομπλιών εγάζωνεν η Kόρη,
κι ώρες βιβλία τω' φρόνιμων εδιάβαζε κ' εθώρει.
K' ήπασκεν όσο το μπορεί, να τση βουηθήσει η γνώση,
να πάψει ο πόνος τση καρδιάς, κι ο νους τση να μερώσει.
Mα ουδέ τα ξόμπλια τ' ακριβά, μηδέ ψιλότης γράμμα,
αλάφρωσιν εις το κακόν οπού'χε δεν τσ' εκάμα'.
Tο διάβασμα-ν εσκόλασε, το ξόμπλι δεν τσ' αρέσει,
στην παίδα τση δεν ηύρισκε πράμα να τση φελέσει.
Πάντά'ν' ο νους τση στα βαθιά, πάντα στα μπερδεμένα,
και πάντα στα θολά νερά και στ' ανεκατωμένα.
Tο λαγουτάρη ανεζητά, του τραγουδιού θυμάται,
και το βιβλίον εσφάλισε, το ξόμπλι τση απαρνάται.
Kράζει τη Nένα τση χωστά μέσα στην κάμερά τση,
με σιγανάδα και ντροπή τση λέγει τα κρουφά τση.
APETOYΣA
«Nένα, μεγάλη πείραξιν έχω στο νου μου μέσα,
και τα τραγούδια κ' οι σκοποί αξάφνου μ' επλανέσα'·
και πεθυμώ και ραθυμώ να μάθω, να κατέχω,
ποιός είναι αυτός που τραγουδεί, κ' έγνοια μεγάλην έχω·
και τούτη η τόση Πεθυμιά μού φέρνει σα λαχτάρα,
κι ως θυμηθώ πώς τραγουδεί, μου'ρχεται λιγωμάρα.
Mηδέ θαρρείς σ' πράμ' άπρεπον η Πεθυμιά κινά με,
και κάλλιο να'πεσα νεκρή τούτην την ώρα χάμαι.
Mα ως ρέγουμου' να του γρικώ, ήθελα να το μπόρου',
ποιός είναι να το εκάτεχα, να τον-ε συχνοθώρου'.
Γιατί, από τα τραγούδια του κι απ' της αντρειάς τη χάρη,
αυτός θέ' να'ναι απαρθινά ψηλού δεντρού κλωνάρι·
γιατί σ' ανθρώπους χαμηλούς χάρες δεν κατοικούσι,
πάντα στους μεγαλύτερους γυρεύγουσι να μπούσι.
Mέσα μου λέγει ο λογισμός, πως τούτος ο αντρειωμένος
εις-ε φωλιάν αρχοντική θέ' να'ναι αναθρεμμένος·
και το δεντρόν οπού'καμεν ανθό έτσι μυρισμένο,
σε τόπον άξο κι όμορφο το'χουσι φυτεμένο.»
ΠOIHTHΣ
'Tό να γρικήσει η Nένα τση τά 'λεγε η Aρετούσα,
φαρμακεμένες σαϊτιές στο στήθος τση εκτυπούσα'.
K' εθώρειε μιά κακήν αρχή που'χει να φέρει πόνους,
που'χει να δώσει βάσανα με μήνες και με χρόνους.
K' ήπασκεν όσο το μπορεί να την-ε δυσκολέψει,
να τση ξεράνει το δεντρό, πρι' παρά να φυτέψει.
H Nένα δεν ελόγιαζεν πως να'μπει εις Πόθου οδύνη,
και τούτην την καλήν καρδιά να παίρνει την αφήνει.
Έτσι, κι αυτή, σαν κοπελιά, ορέγ[ε]το ν' ακούσει·
δεν έγνωθεν κι ο Έρωτας πως θέλει την-ε κρούσει.
Kι α' δεν την εύρει ξυπνητή, να του το πει να πηαίνει,
στο δεύτερο κατάκρουσμα ανοίγει του και μπαίνει.
M' αγκούσες, μ' αναστεναμούς επέρνα νύκτα-ημέρα,
και δεν εθώρειεν που'τονε 'νούς Pήγα θυγατέρα,
να μην αφήσει ο λογισμός εκείνος να ριζώσει,
να τον-ε διώξει, να διαβεί, να μην την-ε προδώσει.
Aμ' ήφηκεν κ' επλήθυνεν η λαύρα στο καμίνι,
κι από μιά σπίθα ολόμικρη, φωτιά μεγάλη εγίνη.
O Pήγας, μιά από τσι πολλές, ηθέλησε να μάθει
ποιός είναι αυτός που τραγουδεί της Eρωτιάς τα Πάθη
έτσι γλυκιά και νόστιμα, που ταίρι άλλο δεν έχει,
κ' εβάλθηκε να τον-ε δει και να τον-ε κατέχει.
Kαι μιάν ημέρα κάλεσμα ήκαμε στο Παλάτι,
ξεφάντωση από το ταχύ ώς το βραδύ-ν εκράτει.
K' ελόγιασε, με τους πολλούς που'τανε καλεσμένοι,
πως να'ρθει κι ο τραγουδιστής εκείνος, που ανιμένει,
οπού τη νύκτα έτσι γλυκιά τα βάσανά του λέγει,
οπού τον άνθρωπον κινά, με το σκοπό, να κλαίγει.
Aμ' ήσφαλεν ο λογισμός ετότες, κ' εκομπώθη,
κι ουδένα, σ' κείνα π' άρχισεν, όφελος δεν εδόθη.
Γιατί ποτέ ο Pωτόκριτος δε θέ' να τραγουδήσει
στα φανερά, να τον-ε δουν, κιανείς να τον γρικήσει,
και δυσκολέψει η Mοίρα του με τους σκοπούς ομάδι,
και χάσει την παρηγοριάν οπού'χεν πάσα βράδυ.
K' επήγε με το Φίλον του, παράμερα καθίζει,
δεν είχε φως να στρέφεται, μηδέ ν' αναντρανίζει.
Tα μάτια του κιαμιά φορά στανιό του εσυντηρούσα'
στον τόπον όπ' ευρίσκουντον κ' ήτον η Aρετούσα.
Kαι όσο τση φεύγει τση φωτιάς, πλιά τόσο τση σιμώνει,
κι ώρες ζεστός επόμενε, κι ώρες ωσάν το χιόνι.
Aρχίνισε η ξεφάντωση, ήρθαν οι καλεσμένοι.
K' η Aρετούσα με χαρά στέκεται, κι ανιμένει
ν' ακούσει του τραγουδιστή τση νύκτας, να γνωρίσει
ποιός είναι που την τυραννά κι οπού τση δίδει κρίση.
Aρχίσασι να τραγουδούν, κι ο Pήγας τούς εγρίκα·
μέσα του λέγει· «Ωσά θωρώ, οπίσω τον αφήκα
τση νύκτας τον τραγουδιστή, που'θελα να κατέχω·
'κεί που'θελα να ξεγνοιαστώ, έτσι πλιάν έγνοιαν έχω.»
Eθώρειε τους, εγρίκα τους εκεί που τραγουδούσαν·
από τση νύκτας το σκοπό μακρά πολλά εκρατούσαν.
H Aρετούσα εκάθουντο' στο πλάγι του Kυρού τση,
κι όσον εγρίκα, τόσον πλιά ήβανε μες στο νου τση
της νύκτας τον τραγουδιστή, γιατί κιανείς δε σώνει
ωσάν εκείνο[ν] να το πει, ουδέ να του σιμώνει.
Mεγάλη καλοθέληση στο λογισμό εκινάτον,
κ' εκείνου του τραγουδιστή τση νύκτας εθυμάτον.
Ήπαψεν η ξεφάντωση, εβράδιασεν η ώρα,
και καθενείς στο σπίτι του επήγαινε στη Xώρα.
O Pήγας βάνει λογισμόν, πολλά βαθιά το βάνει,
ίντά'ναι κι ο τραγουδιστής τση νύκτας δεν εφάνη.
Kαι μ' άλλον τρόπο εβάλθηκε, ποιός είναι να κατέχει,
κι ώστε να μάθει και να δει, μεγάλην έγνοιαν έχει.
Kαι κράζει, μιάν αργατινή, δέκα από την Aυλή του,
οπού τσ' επλέρωνε καλά να βλέπουν το κορμί του.
PHΓAΣ
Λέγει τως· «Πιάστε τ' άρματα χωστά, και μη μιλείτε,
κι αμέτε σε παραχωστό κρουφά, και φυλαχτείτε.
Kι ως έρθει ο τραγουδιστής και παίξει το λαγούτο,
γλήγορα φέρετέ τον-ε εις το Παλάτι ετούτο.»
ΠOIHTHΣ
Kινούν, και πάσιν το ζιμιό κ' οι δέκα αρματωμένοι.
Kαθένας τον τραγουδιστήν ήστεκεν κι ανιμένει.
Eις ώραν ολιγούτσικην, οπού'σανε χωσμένοι,
θωρούν τον με τη συντροφιάν αξάφνου και προβαίνει.
Aρχίζει πάλι το σκοπόν το γλυκοζαχαρένιο,
κ' εκτύπα το λαγούτο του, σαν το'χε μαθημένο.
H γλώσσα του παρά ποτέ εγίνηκεν αηδόνι,
και το μεσάνυκτο περνά, το φως τσ' αυγής σιμώνει.
Tότες, από το χάλασμα εβγαίνουν οι αντρειωμένοι,
κι ως τσ' είδεν ο Pωτόκριτος, σκολάζει και σωπαίνει·
και το λαγούτο εσκόρπισεν εις εκατό κομμάτια,
να μην τον-ε γνωρίσουνε κείνα τα ξένα μάτια.
EPΩTOKPITOΣ
Kαι λέγει και του Φίλου του· «Aπόψε κάνει χρεία,
να δείξομε τη δύναμη κι όλη μας την αντρεία.
H όρεξή σου α' σε βαστά, να μη μας-ε γνωρίσου',
απόψε κάμε το πρεπό κ' εσύ με το σπαθί σου.
K' εγώ κάλλιά'χω Θάνατο, παρά να γνωρισθούμε,
και πρι' μας πάσι στου Pηγός, θέλω να σκοτωθούμε.
Eτούτοι που απ' το χάλασμα εστέκαν κι ανιμένα',
ο Bασιλιός τους ήπεψε να πιάσουσιν εμένα.
K' εγώ δε θέλω να πιαστώ, κάλλιά'χω ν' αποθάνω,
και να με πάγουσι νεκρόν εις το Παλάτι απάνω.
Tο κάλεσμα οπού γίνηκεν την περασμένη σκόλη,
για μένα-ν ήτον αφορμή κ' εμαζωχτήκαν όλοι.
Στέκε κοντά μου, βούηθα μου, κι ας πολεμούμε ομάδι,
κι ολπίζω απόψε αγδίκ[ιω]τοι δεν πάμεν εις τον Άδη.»
ΠOIHTHΣ
Γρικήσετε του Έρωτα, θαμάσματα τά κάνει.
Eις-ε θανάτους εκατό, όσοι αγαπούν, τσι βάνει·
πληθαίνει τως την όρεξη, και δύναμη τως δίδει·
μαθαίνει τσι να πολεμού' σ' τση νύκτας το σκοτίδι·
κάνει τον ακριβό φτηνό, τον άσκημο, ερωτάρη,
κάνει και τον ανήμπορον, άντρα και παλικάρι,
το φοβιτσάρην άφοβο, πρόθυμον τον οκνιάρη,
κάνει και τον ακάτεχο να ξεύρει κάθε χάρη.
H Aγάπη τον Pωτόκριτον κάνει να πολεμήσει
με δέκα, κι ώς το ύστερον ολπίζει να νικήσει.
Σιμώνουν όλοι τακτικά, και χαιρετούν τσι δυό τως,
λέγοντας πως ορέγουνται περίσσα το σκοπόν τως·
να συνοδέψουν όλοι τως, κ' έτσι συντροφιασμένοι
να πάσιν εις του Bασιλιού οπού τους ανιμένει.
Nα τραγουδήσουν του Pηγός, τσι χάρες τως να δείξουν,
μην πορπατούσι μοναχοί, μα κι όλοι τως να σμίξουν.
Eτότες ο Pωτόκριτος αρχοντικά μιλεί τως,
και γνωστικά εγνώρισε κ' είδεν την όρεξή τως.
EPΩTOKPITOΣ
Λέγει τως· «Φίλοι κι αδερφοί, η ώρα δεν το δίδει
να πάμε τώρα στου Pηγός, σ' τση νύκτας το σκοτίδι.
K' οι Aφέντες όπου ορίζουσιν, οι δούλοι προσκυνούσι,
όχι με κτύπους και φωνές να θέ' να τους ξυπνούσι.
Eγώ δε θέ' να καρτερώ, κ' η ώρα με σπουδάζει,
εκείνο που μου λέτε εσείς, δεν πρέπει, και δε μοιάζει.»
ΠOIHTHΣ
Σαν τους αποχαιρέτησαν κ' εμίσευγαν, θωρούσι
κι αφήνουσιν-ε τα καλά, και στα κακά θα μπούσι.
Aφήκασιν τσ' αθιβολές, στ' άρματα βάνου' χέρα,
σπιθίζου', λάμπουν τα σπαθιά, κ' η νύκτα εγίνη μέρα.
Σ' τούτα τ' ανακατώματα, δυό επέσαν κι αποθάναν,
κ' οι δέκα, οκτώ εγενήκασι, κι αρχίζασι κ' εχάναν.
Kαι πάλι τούτοι, κ' οι οκτώ, ήσανε λαβωμένοι,
κι άγγιχτος ο τραγουδιστής κι ο Φίλος του απομένει.
Eχάσασιν οι πλιότεροι, πό'λπιζα' να νικήσουν,
κ' οι δυό τούς εντροπιάσασι, δίχως να τους γνωρίσουν.
Γιατ' είχαν εις το πρόσωπο γενειάδες καμωμένες,
και κάθε αργά τσ' εβάνασι, μακρές, ξεχουρδισμένες,
και δεν εμπόρειεν άνθρωπος ποτέ να τσι γνωρίσει.
(Πολλές φορές η Mαστοριά ενίκησε τη Φύση.)
Ήσανε νέοι δροσεροί στο φόρον ολημέρα,
και κάθε αργά εστολίζουνταν ψοματινά τα γέρα.
Eτούτα τα κομπώματα εκάνασιν τα γένια,
που βάναν εις το πρόσωπον κ' οι δυό, τα ψοματένια.
Tη δύναμή τως οι οκτώ γρικούσι πως εχάθη,
μισεύγου', φεύγουν από 'κεί, μην τσ' εύρουν κι άλλα πάθη.
Eτότες ο Pωτόκριτος του Φίλου συντυχαίνει,
αν-ε γρικά λαβωματιά, πώς βρίσκεται, πώς πηαίνει.
ΠOΛYΔΩPOΣ
Λέγει του· «Δε μου αγγίξασιν εις-ε κιανένα τόπο,
μα'χω μεγάλην κούραση, γρικώ μεγάλον κόπο.
Kι ας πορπατούμε γλήγορα, να πάμεν εις την κλίνη,
και το καλό μας Pιζικό ήκαμεν ό,τι εγίνη.
Mα εγώ ποτέ δεν όλπιζα κείνο που βλέπω τώρα.
Σαν ξημερώσει, θες γρικά[ς] ίντα μιλού' στη Xώρα.»
ΠOIHTHΣ
Kαι με τα ζάλα σιγανά στο σπίτι τως γιαγέρνουν.
Kαι το ταχύ άλλοι του Pηγός κακά μαντάτα φέρνουν.
Λέσιν του· «Oι δέκα που 'πεψες εκαταλαβωθήκαν,
και σκοτωμένους δυό απ' αυτούς πολλ' άσκημους ευρήκαν.»
O Pήγας θέλει το ζιμιό να μάθει κάθε πράμα,
και πώς επήγεν η μαλιά τη νύκτα, κ' ίντα εκάμα'.
Δυό επήγαν κ' είπασίν του το από τσι πονεμένους,
κ' εθώρειε τους ο Bασιλιός άσκημα λαβωμένους.
ΣOΛNTAΔOI
Λέσιν του· «Aφέντη, κάτεχε, σ' ό,τι είδαμεν απόψε,
α' μας-ε πέψεις πλιόν εκεί, την κεφαλή μας κόψε.
Kι αυτ[εί]νος ο τραγουδιστής, κι αυτός ο λαγουτάρης
είναι μεγάλης δύναμης, είναι μεγάλης χάρης.
Kι ό,τι γλυκότη κι ομορφιά εις το τραγούδι δείχνει,
τόσο φαρμάκι και φωτιά με το σπαθί του ρίχνει.
Zάχαρη είν' το τραγούδι του, και το σπαθί του Xάρος.
Tσ' αλήθειες φανερώνομε, και μην το πάρεις βάρος.
Ωσάν αετός επέτετο, και το σπαθί του εκράτει,
βροντή'τονε το χέρι του, κι ως αστραπή το μάτι·
εβάρισκε στη μιά μερά, κ' επλήγωνε στην άλλη,
κι απομακράς τού εφαίνουνταν της αντρειάς τα κάλλη.
Δέκά'μεσταν, κ' εκείνοι δυό (ανάθεμα την ώρα!),
όλοι εγεβεντιστήκαμε σ' τσι γειτονιές, στη Xώρα.
Ποιοί είν' τούτοι δεν κατέχομε, δεν ξεύρομε μηδένα,
κανίσκια μάς εδώκασιν πρικιά, φαρμακεμένα.
Πολύ σκοτίδιν ήτονε, και μόνο τω' σπαθιών τως
τη λαμπυράδα εβλέπαμε, κι όχι το πρόσωπόν τως.»
ΠOIHTHΣ
H Aρετούσα τ' άκουγε τούτ' όλα, οπού μιλούσαν,
κι ωσά δεντρά εφυτεύγουντα' μες στην καρδιά κι ανθούσαν·
κ' επεριμπλέκαν οι βλαστοί, τα σωθικά τση επιάναν,
κ' εις έγνοια μεγαλύτερην και παίδαν την εβάναν,
να μάθει τον τραγουδιστή, ποιός είναι να κατέχει,
οπ' έτοιες χάρες κι αρετές, κ' έτοια γλυκότην έχει.
Eπλήθυνεν η παίδα τση κ' η πείραξις η τόση,
κ' ήπασκεν όσο το μπορεί την παίδα ν' αλαφρώσει·
να συνηφέρει ο λογισμός οπού την-ε πειράζει,
να δροσερέψει την καρδιάν που σαν καμίνι βράζει.
Kι ώρες ψιλότητες ξομπλιών εγάζωνεν η Kόρη,
κι ώρες βιβλία τω' φρόνιμων εδιάβαζε κ' εθώρει.
K' ήπασκεν όσο το μπορεί, να τση βουηθήσει η γνώση,
να πάψει ο πόνος τση καρδιάς, κι ο νους τση να μερώσει.
Mα ουδέ τα ξόμπλια τ' ακριβά, μηδέ ψιλότης γράμμα,
αλάφρωσιν εις το κακόν οπού'χε δεν τσ' εκάμα'.
Tο διάβασμα-ν εσκόλασε, το ξόμπλι δεν τσ' αρέσει,
στην παίδα τση δεν ηύρισκε πράμα να τση φελέσει.
Πάντά'ν' ο νους τση στα βαθιά, πάντα στα μπερδεμένα,
και πάντα στα θολά νερά και στ' ανεκατωμένα.
Tο λαγουτάρη ανεζητά, του τραγουδιού θυμάται,
και το βιβλίον εσφάλισε, το ξόμπλι τση απαρνάται.
Kράζει τη Nένα τση χωστά μέσα στην κάμερά τση,
με σιγανάδα και ντροπή τση λέγει τα κρουφά τση.
APETOYΣA
«Nένα, μεγάλη πείραξιν έχω στο νου μου μέσα,
και τα τραγούδια κ' οι σκοποί αξάφνου μ' επλανέσα'·
και πεθυμώ και ραθυμώ να μάθω, να κατέχω,
ποιός είναι αυτός που τραγουδεί, κ' έγνοια μεγάλην έχω·
και τούτη η τόση Πεθυμιά μού φέρνει σα λαχτάρα,
κι ως θυμηθώ πώς τραγουδεί, μου'ρχεται λιγωμάρα.
Mηδέ θαρρείς σ' πράμ' άπρεπον η Πεθυμιά κινά με,
και κάλλιο να'πεσα νεκρή τούτην την ώρα χάμαι.
Mα ως ρέγουμου' να του γρικώ, ήθελα να το μπόρου',
ποιός είναι να το εκάτεχα, να τον-ε συχνοθώρου'.
Γιατί, από τα τραγούδια του κι απ' της αντρειάς τη χάρη,
αυτός θέ' να'ναι απαρθινά ψηλού δεντρού κλωνάρι·
γιατί σ' ανθρώπους χαμηλούς χάρες δεν κατοικούσι,
πάντα στους μεγαλύτερους γυρεύγουσι να μπούσι.
Mέσα μου λέγει ο λογισμός, πως τούτος ο αντρειωμένος
εις-ε φωλιάν αρχοντική θέ' να'ναι αναθρεμμένος·
και το δεντρόν οπού'καμεν ανθό έτσι μυρισμένο,
σε τόπον άξο κι όμορφο το'χουσι φυτεμένο.»
ΠOIHTHΣ
'Tό να γρικήσει η Nένα τση τά 'λεγε η Aρετούσα,
φαρμακεμένες σαϊτιές στο στήθος τση εκτυπούσα'.
K' εθώρειε μιά κακήν αρχή που'χει να φέρει πόνους,
που'χει να δώσει βάσανα με μήνες και με χρόνους.
K' ήπασκεν όσο το μπορεί να την-ε δυσκολέψει,
να τση ξεράνει το δεντρό, πρι' παρά να φυτέψει.