Aller au contenu principal

Στην Δράκειαν, Δήμου Αγριάς Μαγνησίας εκτελέσθηκαν από τους Γερμανούς 117άνδρες, την 18 Δεκεμβρίου 1943. Le massacre de représailles par les Allemands de 118 villageois de Dra

Profile picture for user efthymiouthomas
Soumis par efthymiouthomas le

[i] Η Δράκεια υπήρξε και ένα από τα πολύπαθα χωριά που εδοκιμάσθηκαν και επλήρωσαν ακριβά σε φόρον αίματος την αντιστασιακήν δράσιν των αντάρτικων ομάδων στο Πήλιο.
Την επλήρωσε με κατακρεούργησιν από τoυς Γερμανούς, 117 αθώων ανδρών της, που είχαν την ατυχίαν να ευρίσκονται στον τόπον αυτόν. Η τραγική ιστορία εξεκίνησε την 17 Δεκεμβρίου 1943, όταν μία ομάδα ανταρτών της ανεξάρτητης διμοιρίας του Θωμά Καψάλη, σε ενέδρα κοντά στην Αλικόπετρα, (κοντά στο χωριό) σε μίαν ασήμαντης έκτασης ανταλλαγήν πυρών με μία μικρήν ομάδα Γερμανών μοτοσικλετιστών, που κατευθυνότο προς τον Βόλον, εσκότωσε δύο Γερμανούς στρατιώτες και ετραυμάτισε έναν τρίτον, ο οποίος διέφυγε στην Πορταριάν, όπου έδρευε γερμανική μονάδα.
Ο επιθεωρητής Δημοτικής Εκπαιδεύσεως κ. Χρήστος Βαβύλης, σε σχετικήν έρευνα γράφει:
«Εγώ θυμάμαι ότι στο καφενείο του χωριού μου την παραμονή, στις 16 Δεκεμβρίου 1943, ήταν τρεις αντάρτες του εφεδρικού ΕΛΑΣ και έλεγαν μεταξύ τους να ανέβουν κατά την Αλυκόπετρα να πιάσουν ή να σκοτώσουν Γερμανούς για να τους πάρουν τις… αρβύλες. Έτσι και έκαναν. Στις 17 Δεκεμβρίου 1943 αυτοί οι τρεις ανέβηκαν στην περιοχή της Αλυκόπετρας και έστησαν ενέδρα σε Γερμανούς μοτοσικλετιστές που κατέβαιναν από το Πλιασίδι στο Βόλο. Στην ενέδρα αυτή σκοτώθηκε ένας Γερμανός (ακόμα είναι σε αμφισβήτηση αν οι νεκροί Γερμανοί ήταν ένας ή δύο) και τραυματίστηκε ένας άλλος. Οι τρεις αντάρτες αφού πήραν τις «μπότες» του σκοτωμένου έφυγαν από την περιοχή της Αλυκόπετρας για το μοναστήρι της «Παναγίας Μεγαλογέννητης».
Ο τραυματισμένος Γερμανός ανέβηκε στη μοτοσικλέτα του και έφτασε στην Πορταριά από όπου ειδοποίησε τους Γερμανούς στο Βόλο για την συμπλοκήν στην Αλυκόπετρα».

Από εδώ και πέρα αρχίζει το δράμα της Δράκειας. Οι Γερμανοί το απόγευμα της 17ης Δεκεμβρίου απεφάσισαν να πραγματοποιήσουν το ανοσιούργημά τους. Για να προσπελάσουν το χωριό ηκολούθησαν δρόμους και μονοπάτια δύσβατα. Κατέβηκαν από την Αλυκόπετρα και έφθασαν στο χωριό από σημεία αφύλακτα, εκεί που δεν τους περίμενε κανείς. Οι υπεύθυνοι των οργανώσεων (Ε.Α.Μ., Εφεδρικός Ε.Λ.Α.Σ., Ε.Π.Ο.Ν.) επειδή το απόγευμα είχαν ακουσθεί πυροβολισμοί υψηλά στα Χάνια καθησύχασαν τους κατοίκους λέγοντάς τους πως εγινόταν κάποιου είδους γυμνάσια των Γερμανών και δεν υπάρχει κίνδυνος. Δεν παρέλειψαν όμως να τοποθετήσουν σκοπούς στις εισόδους του χωριού για κάθε ενδεχόμενο. Οι Γερμανοί από τους δύο βοσκούς που ευρέθηκαν στον δρόμον τους οδηγήθηκαν στα μονοπάτια που έμπαιναν στο χωριό. Ο ένας ημπόρεσε να το σκάσει και εγλίτωσε, ο δεύτερος αναγκαστικά τους ηκολούθησε και είχε την μαύρην τύχην των συμπατριωτών του. Καθώς εμπήκαν στο χωριό από τρία διαφορετικά σημεία έπιαναν τους άνδρες στον δρόμον τους και στα σπίτια και τους κατεύθυναν στην κάτω πλατεία, όπου τους συγκέντρωναν.
Εδώ πέρνει λόγον, αυτόπτης μάρτυρας, ο Γιώργος Θεοδώρου, που εξέφυγε κυριολεκτικά από του χάρου τα δόντια και την αφήγησίν του απεθησαύρισε ο κ. Βαβύλης στην έρευνάν του. Μαρτυρεί ο Γ. Θεοδώρου:
«Παραμονή του Αγίου Μοδέστου, 17 Δεκεμβρίου 1943, από το πρωί ακούγαμε εις τη θέση Αλυκόπετρα και τον αμαξιτό δρόμο πολλούς πυροβολισμούς χωρίς να μάθουμε και για ποιον λόγο γίνονταν οι πυροβολισμοί αυτοί. Όσους από του υπευθύνους των οργανώσεων ρωτούσαμε, μας έλεγαν ότι οι Γερμανοί που βρίσκονταν στα Χάνια και το Πλιασίδι, έκαναν γυμνάσια. Η μέρα πέρασε χωρίς να μάθουμε τίποτα περισσότερο. Το κοινοτικό καφενείο στην πλατεία το είχα εγώ με τον αδελφό μου. Επί πλέον είχα και το τσαγκάρικο στο οποίο δούλευα. Κατά τις τέσσερις το απόγευμα ήρθε στο τσαγκάρικο ο τότε πρόεδρος της Κοινότητας Νικόλαος Μιλιόρδος να πάρει τα παπούτσια του. Πριν φύγει από το μαγαζί τον ρώτησα να μου πει τι έμαθε για τους πυροβολισμούς, που συνεχίζονταν ακόμη, μου είπε ότι οι Γερμανοί έκαναν γυμνάσια… και ο πρόεδρος έφυγε. Κατά τις πέντε μου παράγγειλε ο αδελφός μου από το καφενείο να κλείσω το τσαγκάρικο και να πάω στο καφενείο γιατί αυτόν τον είχαν ορίσει σκοπό στον Άθωνα. Έκλεισα το τσαγκάρικο και πήγα στο καφενείο. Ήταν μόνο δύο πελάτες. Είχα κλείσει τα ρολά του καφενείου, ετοιμαζόμουνα να κλειδώσω τις πόρτες και να φύγω για το σπίτι, αφού δεν είχαμε κόσμο και έκανε τσουχτερό κρύο. Δεν πρόλαβα να κλείσω το καφενείο, αν είχα προλάβει λίγο νωρίτερα ίσως δε θα γινόταν το «μακελειό», και μπήκε μέσα ένας Γερμανός με το αυτόματο και με ακινητοποίησε. Την ίδια ώρα, ήταν περίπου μετά τις πέντε το απόγευμα, φέρανε στο δικό μου καφενείο καμιά εξηνταριά άτομα από το άλλο καφενείο, γιατί στην κάτω πλατεία υπήρχανε δύο καφενεία τότε. Μας έβαλαν και καθίσαμε. Στο μεταξύ πήραν τέσσερα τραπέζια και έβαλαν πάνω ένα πολυβόλο στραμμένο πάνω μας. Ένας Γερμανός ρώτησε ποιος είναι ο «κουμάντ». Του είπα εγώ είμαι. Από εκείνη την ώρα έκανα καφέδες και τσάγια… αυτό συνεχίσθηκε μέχρι τα μεσάνυχτα. Εκείνη την ώρα βγάλανε μια παρτίδα για σωματική ανάγκη, τότε βρήκε την ευκαιρία ο Γιώργος Σαραβάνης και τους έφυγε. Την ώρα εκείνη έγινε κακό μεγάλο. Μπήκε μέσα στο καφενείο ένας Γερμανός και μας είπε : «αυτόν που επιχείρησε να φύγει τον σκότωσαν…» εμείς παγώσαμε γιατί ο Γιώργος ήταν αγαπητός σε όλους μας. Οι Γερμανοί έφερναν συνέχεια κόσμο από τα σπίτια, φτάσαμε 126 άτομα. Η αγωνία μας όσο περνούσαν οι ώρες, κορυφώνονταν… εμένα με έβαλαν και κάθισα μπροστά-μπροστά. Δίπλα μου καθόταν ο Χρήστος Μιχόπουλος ο οποίος μιλούσε γερμανικά, του είπα να ρωτήσει γιατί μας μάζεψαν εδώ. Ο Γερμανός του είπε πως οι αντάρτες σκότωσαν δύο Γερμανούς και τραυμάτισαν άλλους τέσσερις. Με άλλους Δρακιώτες δεν είχα επαφή, διότι δεν μπορούσα να κυκλοφορήσω μέσα στο καφενείο μετά το «φευγιό» του Σαραβάνη. Όταν έφεξε φέρανε στο καφενείο και μερικούς άντρες από το Σέσκλο. Αυτοί είχαν έλθει στο χωριό να κάνουν ανταλλαγή σιτάρι με λάδι και για δυστυχία τους πέσανε στην ώρα της εκτελέσεως. Έφεξε για καλά το πρωί, 18 Δεκεμβρίου 1943, ανήμερα του Αγίου Μοδέστου. Οι Γερμανοί έδειξαν μια κινητικότητα και μια νευρικότητα. Στο μεταξύ, πριν από την εκτέλεση ήρθε φαίνεται διαταγή να αφήσουν τα παιδιά που ήταν κάτω από 15 χρονών. Την ώρα που άρχιζε η εκτέλεση, είχε βγει για τα καλά ο ήλιος. Μπήκε μέσα στο καφενείο ένας Γερμανός και για να μας παραπλανήσει μας είπε ότι θα βγάζουν πέντε άνδρες, θα ελέγχουν τις ταυτότητες και αν δεν ευθύνονται θα πάνε σπίτια τους. Μόλις τελείωσε αυτά τα λόγια ήλθε η διαταγή της εκτέλεσης. Η πρώτη «παρτίδα» ήταν οι Σεσκλιώτες. Τους συνόδευαν οι Γερμανοί με αυτόματα. Εμείς περιμέναμε με αγωνία να δούμε αν είναι αλήθεια αυτά που μας είπε πιο μπροστά ο Γερμανός. Σε δέκα λεπτά, από την ώρα που έβγαλαν έξω τους πέντε Σεσκλιώτες, ακούστηκαν οι ριπές των πολυβόλων. Καταλάβαμε πλέον ότι γινόταν η εκτέλεση. Δεύτερη παρτίδα ήταν Δρακειώτες. Η ίδια διαδικασία, οι ίδιοι πυροβολισμοί. Δεν υπήρχε πλέον καμία αμφιβολία, η εκτέλεση γινόταν κανονικά. Τρίτη παρτίδα ήταν η δική μου. Εγώ προφασίστηκα να πάω να πιω νερό. Ήρθε ο Γερμανός που μας συνόδευε με άρπαξε από το πέτο του σακακιού μου και με έβγαλε έξω μαζί με τους άλλους. Εκείνη την ώρα θόλωσε το μυαλό μου. Αυτό ήτανε. Με 6-7 «σάλτους» βρέθηκα στα σκαλιά της πλατείας. Τα πολυβόλα που ήτανε εκεί μου ρίξανε, δεν ξέρω πόσους πυροβολισμούς, χωρίς ευτυχώς να με τραυματίσουν. Όταν πήδηξα τη σκάλα ένας Γερμανός που ήταν εκεί, μόλις άκουσε τον βηματισμό μου ξεκρέμασε το αυτόματο και μου έριξε καμιά δεκαριά σφαίρες και πάλι ευτυχώ δεν με τραυμάτισε. Φεύγοντας στο καλντερίμι μου έριξε πάλι πολλές ριπές που δεν με πέτυχαν. Έφυγα τρέχοντας και έφτασα σ’ έναν μπαξέ, έφυγα όμως από εκεί γιατί φοβόμουν να μην με βρουν οι Γερμανοί και κατέβηκα στο ρέμα. Ως το βράδυ κρυβόμουν στα κτήματα και ξενύχτησα σ’ ένα καλύβι. Το πρωινό της επόμενης μέρας έφτασα σπίτι μου και έμαθα τα θλιβερά γεγονότα».

Πριν αρχίσει η εκτέλεσις, οι Γερμανοί άφησαν τα έξι ανήλικα παιδιά να φύγουν. Η διαδικασία της εκτελέσεως, όπως περιγράφεται από όσους επέζησαν, είναι συγκλονιστική, όταν την μνημονεύει κανείς, μετά τόσα χρόνια. Οι μελλοθάνατοι οδηγούντο, πεντάδες ή τριάδες, στην πεζούλα στο ρεύμα, εκεί που τότε ήτον ένα χάνι, το σφαγείο των ανδρών. Σήμερα δεν υπάρχει πια. Στην θέσιν αυτήν εκτίσθηκε το κενοτάφιον μνημείον με τα ονόματα των 118 εκτελεσθέντων.
Τους ανέβαζαν στην πεζούλα, το πρόσωπον προς το ρεύμα, τους εκτελούσαν σχεδόν εξ επαφής από το πίσω μέρος του κεφαλιού. Κάθε προσπάθεια διαφυγής ήτον αδύνατη, καθώς παντού υπήρχαν Γερμανοί στρατιώτες πάνοπλοι να ρίξουν σε όποιον επιχειρούσε κάτι τέτοιο. Η σφαγή ολοκληρώθηκε πριν από το μεσημέρι. Οι θύτες απεχώρησαν αφήνοντας πίσω τους σωρόν 118 πτωμάτων που εβάψε κόκκινο το νερό του ποταμιού όταν αυτό πια «ξεστόμωσε» από τον σωρόν των πτωμάτων.
Η περιγραφή των επόμενων ωρών, όταν έφθαναν στον τόπον της συμφοράς, οι γυναίκες και τα παιδιά που έψαχναν για τους δικούς τους, ξεφεύγει από την πένα. Ολίγοι ήτον εκείνοι που εγλίτωσαν από την σφαγήν. Σχεδόν όλος ο γυναικείος και παιδικός κόσμος του χωριού είχε μαζευθεί την ημέρα εκείνην εκεί ψάχνοντας καθένας για δικόν του. Όλοι λίγο-πολύ ήτoν συγγενείς, φίλοι, γείτονες και γνωστοί. Οι γυναίκες με κλάματα στα μάτια και κατάρες για τους δολοφόνους-κατακτητές, προσπαθούσαν να σύρουν έξω από τον ανθρώπινον σωρόν των σκοτωμένων τον δικό τους. Στο προαύλιο της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου υπήρχαν ερείπια του παλεού παρθεναγωγείου. Εκεί εσύρθηκαν τα πτώματα προκειμένου να ταφούν. Ο χώρος ήτον στενός (7/12 μέτρα), τα πτώματα ετοποθετούντο σε τρεις σειρές, η μία πάνω στην άλλην. Το χωριό σχεδόν ερημώθηκε. Πολλοί ήτον εκείνοι που κυριευμένοι από τον φόβον, έφυγαν και εσκόρπισαν στα γύρω καλύβια, στην Αγριάν, τον Βόλον ή και πιο μακριά. Επέρασε αρκετός καιρός μέχρι να αρχίσουν δειλά-δειλά να ξαναγυρίζουν στις εστίες τους όσοι επέζησαν.
Οι χήρες, καθώς τα κτήματα χρειάζοντο επιτακτικά καλλιέργεια και φροντίδα, έπρεπε να ξαναπαντρευθούν, οι ντόπιοι όμως άνδρες ήτον θαμμένοι στο προαύλιο του Άγιου Νικόλαου. Τότε αναγκαστικά ήλθαν και υπαντρεύθηκαν στη Δράκεια άνδρες από τα γύρω χωριά και το χωριό ξανάρχισε να αποκτά νέα ζωή. [/i]