[i][center] [b][u]Του γυρισμού[/u][/b]
Μαλαματένιος αργαλειός, μʼελεφαντένιο χτένι,
και κεί κορμί αγγελικό κάθεται και υφαίνει,
μʼ εξήντα δυο πατήματα, σαράντα δυο καρούλια,
κι ο βρόντος κι ο ήχος πολύς απʼ τα ψηλά τραγούδια.
Πραγματευτής επέρασε στον μαύρο καβαλάρης,
κοντοκρατεί τον μαύρο του και την καλημερνάει:
- Μέρα καλή σου κόρη μου. – Καλώς τον ξένο πού΄λθε.
- Κόρη μου δεν πανδρεύεσαι, να πά΄ρεις παλικάρι;
- Κάλλιο να σκάσʼ ο μαύρος σου, παρά τον λόγοʼπούπες.
Στην ξενιτιά είν΄ο άνδρας μου, τώρα δώδεκα χρόνους,
κι ακόμη τρεις τον καρτερώ και τρεις τον ʼπαντεχαίνω.
Και αν δεν έλθει, δεν φανεί, καλόγρια θα γίνω,
και στο κελλί θε να κλεισθώ, τα μαύρα θε να βάλω.
- Κόρη μου ο άνδρας΄σ ʼπέθανε, κόρη μου άνδρας΄σ΄χάθει,
τα χέρια μου τον κράτησαν, τα χέρια μου τον θάψαν,
ψωμί, κερί του μοίρασα, κʼείπε να με το δώσεις.
- Τον κράτησες, τον έθαψες, Θεός θα σε πληρώσει,
ψώμι, κερί του μοίρασες, εγώ θα σε πληρώσω.
- Εγώ φιλί του εδάνεισα, κʼ είπε να με το δώσεις.
- Φιλί και αν του δάνεισες, σύρε και γυρευσέ το.
- Κόρη μου εγώ είμʼο άνδρας σου, εγώ είμαι ο καλός σου.
- Αν είσαι συ ο άνδρας μου, αν είσαι ο καλός μου,
δείξε σημάδια του σπιτιού, κι απέκει να σʼανοίξω.
- Έχεις μηλιά στην πόρτα σου και κλήμα στην αυλή σου,
κάνει σταφύλι ροζακί και το κρασί του μέλι,
το πίνουν οι γιανίτσαροι και παν να πολεμήσουν,
το πίνει κι η φτωχολογιά και λησμονά τα χρέη.
- Αυτό το ξεύρει η γειτονιά, το ξεύρʼο κόσμος όλος,
δείξε σημάδια του κορμιού, κι ύστερα να σʼ ανοίξω.
- Έχεις ελιά στο μάγουλο, ελιά και στην μασχάλη,
και στο δεξί σου το βύζι μικρή δαγκοματιά.
- Βάγια, τρέξε και άνοίξε, αυτός είνʼο καλός μου !
[/center][/i]