[i][center] [b][u]Το ωραίο νησί[/u][/b]
Το ωραίο νησί, που ο πόθος μου ανάβει,
φαντάζομαι πως φεύγει κι αρμενίζει-
σαν πλώρες στον αφρό σκιρτούνε οι κάβοι
στων δέντρων τους ιστούς ο αγέρας τρίζει.
Τον δρόμο που ξεκίνησε δεν παύει,
κι αν ούτε πάει εμπρός ούτε ποδίζει,
μα πάντα σαν ορθόπλωρο καράβι
δίχως εμέ του Αιγαίου το κύμα σχίζει.
Δίχως εμέ ! και μέσα τη χαρά μου
σα νύφη από τα στέφανα του γάμου
πήρε το πλοίο και πάει και δε γυρνά,
ενώ απ΄το βράχο, που έρημο και μόνο
μ΄έριξε η μοίρα, βλέπω να περνά
και μ΄άκρη απελπισιά τα χέρια απλών
[b][u]La belle île[/u][/b]
La belle île, que mon désir embrase,
J'imagine qu'elle part et qu'elle fait voile -
Comme des proues dans l'écume s'élancent les promontoires,
Dans la mâture des arbres bruit le vent .
La route qu'elle a initiée est sans fin,
Et bien qu'elle n'aille de l'avant ni ne rallie un port,
Mais, toujours, comme un navire à la proue bien orientée,
Elle fend, sans moi, les vagues de l'Égée.
Sans moi ! Et, en lui, est ma joie,
Comme la mariée aux couronnes d'épousailles,
Qu'emporte le navire qui va et ne revient pas,
Alors que sur le rocher, où, délaissé et esseulé,
M'a drossé la destinée, je le vois qui passe
Et, avec un désespoir infini, je tends les mains. [/center][/i]