[i][center] [b][u] Ο αλήτης [/u][/b]
Όταν πεθαίνει ένας αλήτης
ξεπαγιασμένος μεσοδρομίς
μάνα δεν κλαίει για το παιδί της
κι ο κόσμος λέει, δεν φταίμε εμείς.
Βοριά που τρέχεις, μην τον ξεχάσεις
δεν έχει φίλους και συγγενείς.
Πάρ' την καρδιά μου να τον σκεπάσεις
Γιατί κρυώνει όσο κανείς.
Κι εσύ φεγγάρι πριν πάς να δύσεις
κλείσ' του τα μάτια πού 'χουν σβηστεί
κι ύστερα σκύψε να τον φιλήσεις.
Δεν έχει άλλον να τον νοιαστεί.
[b][u]Le vagabond[/u][/b]
Quand meurt un vagabond,
Frigorifié, au milieu de la route,
Pas de mère pour pleurer son enfant,
Et les gens disent : ce n'est notre faute.
Vent du nord qui se rue, ne l'oublie pas
Il n'a d'amis ni parents.
Prends mon cœur pour le couvrir
Parce qu'il a froid comme personne.
Et toi, lune, avant de décroître,
Ferme ses yeux qui se sont éteints
Puis penche toi pour l'embrasser.
Il n'a personne qui se soucie de lui.
[/center][/i]