[i][center] [b][u]Κοιμώμενη[/u][/b]
Χαράζεται η φωνή μες στον τρεμάμενο άνεμο, και μες στα κρύφια
δέντρα του εσύ αναπνέεις
Είναι ξανθή κάθε σελίδα του ύπνου σου κι όπως κινάς τα δάχτυλα
σου μια φωτιά σκορπίζεται
Μέσα σου με παρμέν' από τον ήλιο αχνάρια! Και ούριος πνέει
ο κόσμος των εικόνων
Και η αύριο δείχνει ολόγυμνο το στήθος της σημαδεμένο από
το αναλλοίωτο άστρο
Που νυχτώνει το βλέμμα καθώς όταν πάει να εξαντλήσει ένα
στερέωμα
Ω μην ανθέξεις πια στα βλέφαρα
Ω μη σαλέψεις πια μέσα στους θάμνους του ύπνου
Ξέρεις ποια ικεσία στα δάχτυλα το λάδι ανάβει που φρουρεί
τις πύλες της αυγής
Ποιο δροσερό φανέρωμα θροΐζει μες στην προσδοκία
η χορταριασμένη ανάμνηση
Εκεί που ελπίζει ο κόσμος. Εκεί που ο άνθρωπος δε θέλει
παρά να'ναι ο άνθρωπος
Μόνος του και χωρίς καμιά Ειμαρμένη!
[b][u]Endormie[/u][/b]
La voix se cisèle dans le vent frissonnant et toi,tu respires dans les arbres secrets
En toi, avec des marques prises au soleil ! Et, insensé souffle le monde des images
Et le lendemain dévoile sa poitrine toute dénudée, visée par l'astre immuable
Qui obscurcit le regard, comme quand un firmament va disparaître
Oh ! ne supporte plus les paupières
Oh ! ne te meus plus dans les halliers du sommeil
Tu sais quelle imploration l'huile, qui monte la garde aux portes de l'aube, allume sur les doigts
Quelle fraiche révélation fait bruire dans l'attente l'herbeuse souvenance
Là où le monde espère. Là où l'être humain ne veut qu'être l'être humain
Seul et sans aucune Fatalité.
[/center][/i]