Aller au contenu principal

Χειμονιάτικα δέντρα, Λάπρου Πορφύρα ποίημα [Δήμήτριος Σύψωμος] (1877-1932 Πειραιεύς). Arbres hivernaux, poème de Lambros Porphyras [ Dimitrios Porphyras] (Le Pirée 1877-1932)

Profile picture for user efthymiouthomas
Submitted by efthymiouthomas on

[i][center] [b][u]Χειμονιάτικα δεντρα[/u][/b]

Tα σκοτεινά φυλλώματα τα πεύκα αργοσαλεύουν,
σα ρασοφόροι στο βουνό που μάχονται ν' ανέβουν,
κι ο θλιβερός τους ο ψαλμός στ' άδεια βογγάει λαγκάδια
σα μουσικός αντίλαλος από βαθιά πηγάδια.

Mαζί τους κάτι ολόγυμνα κλαριά δεν αποσταίνουν
τρελλά μια χειμωνιάτικη καμπάνα να σημαίνουν,
όπου τα γέρνει ο άνεμος γέρνουν, σημαίνουν, δίχως
απ' το βουβό τους σήμαντρο ποτέ να βγαίνει ο ήχος.

Kαι στον καθρέφτη του νερού, που σαν την καταχνιά,
κάποτε -τ' ανοιξιάτικο το λέει το παραμύθι-
τον κήπο της Nεράιδας εστρώναν τα κλωνιά
τίποτε τώρα στα θολά δεν απομένει βύθη.

Σε ραγισμένους γύρω αυλούς οι καλαμιές φυσούνε
τα νυφικά μαλλάκια τους μαδούν μαδούν οι ιτιές,
τον κήπο της Nεράιδας σβημένο νοσταλγούνε
και κλαιν τις ανοιξιάτικες εφήμερες σκιές,

Ω! κι όλο σκύβουν στα νεκρά νερά τα βουρκωμένα,
ω! κι όλο σειούνται κι έχουνε μες στον πικρό βοριά
τα ίδια τα κινήματα, τ' αργά κι απελπισμένα,
που 'χομε μες στη λύπη μας κι εμείς την πιο βαριά.

[b][u]Arbres hivernaux[/u][/b]

Les sombres feuillages des pins remuent doucement,
Comme des religieux en montagne s'efforçant à l'escalade,
Leur psalmodie affligée gémit dans les vallons déserts
Comme un répons venu de puits profonds.

Avec eux, des branchages dénudés s'épuisent
Insensément à sonnailler un bourdon hivernal.
Là où le vent les courbe, ils se courbent, ils sonnaillent, sans que
De leur simandre muet ne vienne jamais un son.

Et au miroir de l'eau, comme une buée,
Ainsi que dit – il était une fois ... - le conte printanier -
Les branches façonnaient le jardin de la Fée,
Rien maintenant ne subsiste dans les fangeuses profondeurs.

Alentour dans des pipeaux fissurés soufflent les roseaux,
Les saules effeuillent, effeuillent leur chevelure d'épousée,
Ils ont le mal nostalgique du jardin de la Fée ,
Et pleurent les ombres éphémères du printemps.

Oh! sans cesse se penchent-ils sur les eaux pleines de larmes,
Oh! sans cesse frissonnent-ils dans l'âpre noroit,
Avec ces mêmes mouvements lents et désespérés,
Que nous avons, nous aussi, en notre écrasante tristesse. [/center][/i]

0
0
No votes have been submitted yet.