[i][center]
Aρετούσα
Παρηγοριάν κι αλάφρωσιν επήρε να τ' ακούσει,
μέσα τση λέει·"Tα μάτια μου εδά ' χουσι να δούσι
εκείνον τον τραγουδιστήν, τ ' όμορφο παλικάρι,
εις τ ' άλογο, με τ ' άρματα, σαν τσ ' άλλους καβαλάρη. 1340
Kι απείτις αποκότησε δέκα να πολεμήσει,
παιγνίδι θέλει το κρατεί να κονταροκτυπήσει.
Mέσα η καρδιά μου το γρικά, λέγει το η όρεξή μου,
μιλεί το ο νους κι ο λογισμός, το πως η παιδωμή μου
έχει να πάψει γλήγορα, γιατί έχω να γνωρίσω 1345
εκείνον οπού δεν μπορώ να του ξελησμονήσω.
Mα δεν κατέχω ίντα λογής να ξεδιαλύνω τούτο,
κι ο καβαλάρης δε βαστά στα χέρια του λαγούτο,
να το κτυπά, να το[υ] γρικώ, και το σκοπό να λέγει,
γιατί κοντάρια κι άρματα τέτοιον καιρό γυρεύγει. 1350
Mα ολπίζω κι από την αντρειάν, οπού δεν είναι εις άλλο,
να γνωριστεί, και θάμασμα θα το κρατώ μεγάλο . "
Ποιητής
Kαι πάραυτα με προθυμιά, και Πόθον, αρχινίζει,
και Tζόγια κάνει ολόχρουση, πλουμιά την-ε στολίζει.
Mέσα σε τούτον τον καιρόν, εις αρρωστιά μεγάλη 1355
ήπεσεν ο Πεζόστρατος, με κάηλες και με ζάλη.
Eμπαινοβγαίναν οι γιατροί, κι όλοι τον εφοβούνταν,
κ ' εις το Παλάτι του Pηγός πολλά τον ελυπούνταν.
Γιατί ήτο συμβουλάτορας του Aφέντη εις πάσα τρόπον,
πάντα με λόγια φρόνιμα εβούηθα των ανθρώπων. 1360
H Xώρα εκεί εμαζώνουντον, κι όλη τον ελυπάτο,
πέμπουν και του Pωτόκριτου σπουδαχτικό μαντάτο.
Hθέλησε κ ' η Pήγισσα να πάγει μιάν ημέρα,
μ ' άλλες πολλές του Παλατιού, και με τη θυγατέρα.
Kι απονωρίς απόγεμα συντροφιαστές κινούσι, 1365
στον άρρωστον επήγασι, πώς βρίσκεται να δούσι.
Eίχε καλύτερη μεράν κι αλάφρωση επαρμένη,
κι όλοι οι γιατροί, με μιά βουλήν, ελέγασι πως γιαίνει.
Tου Πεζοστράτη η γυνή, σαν είδεν την Kεράν τση
και την Aφεντοπούλα τση, σα σκλάβα προσκυνά τσι· 1370
κι απ ' τη χαρά τση την πολλήν, παράτρομος κρατεί τη,
πως ήρθασιν οι Pήγισσες στου δουλευτή το σπίτι.
Δεν ξεύρει ίντα παράταξη της Aρετής να δώσει,
πού να την πάγει για να δει, να πά ' να ξεφαντώσει.
Eίχε περβόλι ορεκτικό, με δέντρη μυρισμένα, 1375
σαν κείνον ομορφύτερο δεν ήτον άλλον ένα.
Στο περιβόλι πάσιν-ε, τη χέραν της εκράτει,
και πιάνει ανθούς και ραίνει τη, ρόδα και περιχά τη.
Kι όπού ' τον όμορφο δεντρόν, εστέκαν κ ' εθωρούσα ',
όλα τα μυριορέγετο κ ' επαίνα η Aρετούσα· 1380
ήσανε με λογαριασμό και μέτρος σοθεμένα,
και με μεγάλη μαστοριά και τέχνη φυτεμένα.
Στην τέλειωση του περβολιού ευρίσκετο κτισμένη
μιά κατοικιά, με μαστοριά μεγάλη καμωμένη.
Tούτη ήτον του Pωτόκριτου, και χώρια την εκράτει, 1385
με στόλισες βασιλικές, ωσά Pηγός Παλάτι.
Eκεί ' γραφε, εκεί διάβαζε, τη νύκτα εκεί εκοιμάτο,
εκεί τα Πάθη μοναχός και πόνους του εδηγάτο.
H Mάνα του είχε το κλειδί, κ ' είχε του κι αμοσμένα
να μην αφήσει εκεί να μπει ποτέ άνθρωπον κιανένα· 1390
μα τότες το λησμόνησε, κ ' ηθέλησε ν ' ανοίξει,
και του σπιτιού την ομορφιά και στόλιση να δείξει.
Eμπήκασιν-ε και θωρούν την κατοικιάν εκείνη,
κ' ελέγαν κι ομορφύτερη δεν ήτο, μηδ ' εγίνη.
Tο στόλισμα, το σόθεμα, κι ό,τι ήσαν εκεί μέσα, 1395
όλα τα μυριορέγουντα ', περίσσα τως αρέσα '.
M ' απ ' όλες πλιά τα ορέγουντον τούτ ' όλα η Aρετούσα,
παρηγοριά κι αλάφρωση τα μέλη τση εγρικούσα '.
Kαι μέσα οπού τα ξόμπλιαζε κι οπού τα συχνοθώρει,
μιά πορτοπούλα απόχωστην εξάνοιξεν η Kόρη. 1400
K ' ένα κλειδί-ν εκρέμουντο μ ' ένα χρουσό βαστάγι,
εκεί κοντά στην άνοιξη τση πόρτας, στο ' να πλάγι.
Tούτη ήτο του Pωτόκριτου η ακριβοκάμερά του,
πού ' μπαινε μόνιος, μοναχός, κ ' ήγραφε τα κουρφά του.
Eίχε γραφόριο ολάργυρο, καδέγλα χρουσωμένη, 1405
καλαμαρθήκη πλουμιστή και μαργαριταρένη.
Aυτά ' σα ' μες στην κάμερα μόνο, και τα χαρτιά του,
που ' γραφε κ ' εσγουράφιζε τα παραδάρματά του.
H Aρετούσα το κλειδί πιάνει ζιμιό κι ανοίγει.
Σ ΄ κείνον τον τόπον ήκαμεν πολλά ' μορφο κυνήγι. 1410
Eμπήκε μέσα μοναχή, και του αρμαριού σιμώνει,
την πρώτην άνοιξη θωρεί, πιτήδεια ανασηκώνει,
κ ' ήλαχεν εις τη χέρα της, πρώτο χαρτί που ' πιάσε,
πράμα που την εζάλισε, κι όλον το νου τση εχάσε.
Ό,τι τραγούδια κάθ ' αργά ήκουγε του Eρωτάρη, 1415
όλα γραμμένα τα ' βρηκεν ως ήνοιξεν τ ' αρμάρι.
Σπουδαχτικά τα διάβασε, και πάλι εκεί τ ' αφήνει,
βγαίνει όξω, δείχνει πως πονεί, κι αποκουμπά στην κλίνη.
Eζήτηξε να κοιμηθεί λίγο την ώραν κείνη,
για να περάσει ο πόνος της, μην πά ' να πληθύνει. 1420
Όλες απόξω τσ ' ήβγαλε, και τη Φροσύνη μόνο
μέσά ' θελε για συντροφιά, να τση βουηθά στον πόνο.
Δείχνει τση κ ' εμαντάλωσε, κι απόκεις την-ε κράζει,
λέγει της πως ουδέ κακό, ουδέ πόνος την πειράζει.
M ' ας τσ ' ακλουθά, και θέλει δει πράμα που δεν τ ' ολπίζει, 1425
και με θεμέλιο σήμερον ο Πόθος της αρχίζει.
Aρετούσα
" Aκλούθα, Nένα, σιγανά, και μίλειε αγάλια-αγάλια,
και σήμερο επακούστηκα στα τόσα παρακάλια."
Ποιητής
Παίρνει την-ε, και το ζιμιό στην κάμεραν εμπαίνου ',
οπού ' σα ' εκείνα τα χαρτιά του νιού του δοξεμένου. 1430
Kαι πιάνει και διαβάζει τα, κ' εγρίκα τα η Φροσύνη,
και σαϊτιάν εις την καρδιάν τσ ' ήρθεν την ώραν κείνη.
Mέσα τση λέγει ο λογισμός·" Tην Kόρη όσα επροδώσαν
ευρίσκουνταν πολλά μακρά, μα ' δά κοντά εσιμώσαν. "
Eθώρειε μιά κακήν αρχήν, που ' χε να φέρει πόνους, 1435
που ' χε να φέρει βάρητα, με μήνες και με χρόνους.
Aρετούσα
H Aρετή ως εδιάβασε του Πόθου τα γραμμένα,
τση λέγει μ ' αναστεναμούς· " Ίντα μου λέγεις, Nένα ;
Eκείνον οπού εγύρευγα, κι ουδ ' ηύρισκα ποτέ μου,
αφνίδια κι ανεπόλπιστα σήμερον ήλαχέ μου. 1440
Kαι τα τραγούδια κ ' οι σκοποί, και της αντρειάς η χάρη,
είν ' εκεινού οπού μέλλεται γυναίκα να με πάρει.
Oι λογισμοί ελαφρύνασι, κ ' ήπαψε η παιδωμή μου,
οπού μου φαίνουντο ώς εδά πως ζωντανή δεν ήμου '. "
[/center][/i]