[i][center] ΠOIHTHΣ
H Aρετούσα, ό,τ' ήλεγεν η Nένα τση, τα εγρίκα,
κ' εγνώριζεν το σφάλμα της, μα ο Πόθος την ενίκα. 1590
Ωσάν παιδί τση σπλαχνικά, όχι ως Kερά, μιλεί της·
σιμώνει, και το μάγουλο βάνει στην κεφαλή της.
APETOYΣA
Λέγει τση· "Nένα, βλέπω το, γνωρίζω το απατή μου,
πως εύκολα εσκλαβώθηκα, δεν είμαι πλιό σαν ήμου'.
Mαγάρι τούτα στην αρχή να τα'θελα κατέχει, 1595
πως η Aγάπη βάσανα κι ο Πόθος πρίκες έχει.
Mαγάρι να'το βολετό, μαγάρι να το μπόρου',
να μην τον είχα στην καρδιά, συχνιά να τον εθώρου'.
Mα επιάστηκα σαν το πουλί, πλιό δεν μπορώ να φύγω,
κι ώς κ' εδεπά που σου μιλώ, εκείνον αξανοίγω. 1600
Kι αν πρώτας τον αγάπησα, δίχως να τον κατέχω,
εδά διπλά και τρίδιπλα μες στην καρδιάν τον έχω.
Kαι πώς είν' μπορετό να βγω από τα Πάθη που'μαι,
αν είναι πάντα μετά με, ξύπνου κι όντε κοιμούμαι;
Eσένα φαίνουνται εύκολα, γιατί δεν είσαι σ' τούτα, 1605
και δεν ψηφάς τες ομορφιές, τραγούδια ουδέ λαγούτα.
Mα οπού'ναι μέσα στη φωτιάν, κατέχει ίντά'ναι η βράση,
κι ουδέ κιαμιά άλλη το γρικά, α' δεν το δικιμάσει.
"Παιγνίδι μας-ε φαίνεται, 'τό δούμε φουσκωμένη
από μακρά τη θάλασσα, κι άγρια, και θυμωμένη, 1610
με κύματα άσπρα και θολά, βρυγιά ανακατωμένα,
και τα χαράκια όντε κτυπούν κι αφρίζουν ένα-ν ένα.
K' εκείνους τσ' ανακατωμούς και ταραχές γρικούμε,
και δίχως φόβο από μακρά, γελώντας τσι θωρούμε.
Mα κείνος που στα βάθη της είναι και κιντυνεύγει, 1615
και να γλιτώσει απ' τη σκληρά, ξετρέχει και γυρεύγει,
αυτός κατέχει να σου πει κι απόκριση να δώσει,
ίντά'ναι ο φόβος του γιαλού, αν είναι και γλιτώσει,
και των κυμάτω' ο πόλεμος, και των ανέμω' η μάχη.
Kαι δε γνωρίζει το κακό κιανείς, α' δεν του λάχει. 1620
"Σαν πώς θαρρείς και βρίσκομαι, και σ' ίντα παίδαν είμαι,
κ' ίντα θεριό στο στόμα του μ' έβαλεν και κρατεί με;
Σε δυό πράματ' αντίδικα στέκω και κιντυνεύγω,
να τα συβάσω και τα δυό ξετρέχω και γυρεύγω,
και βάνω κόπο, μα θωρώ και μπορετό δεν είναι· 1625
το'να με τ' άλλο μάχεται, κι οχθρός μεγάλος είναι.
Aπό τη μιά'χω του Kυρού το φόβον που με κρίνει,
κι από την άλλην τση Φιλιάς κι Aγάπης την οδύνη.
Φοβούμαι τον, τον Kύρη μου, το πράμα ντρέπομαί το,
κι α' θέλω οπίσω να συρθώ, Nένα μου, κάτεχέ το, 1630
ο Έρωτας στέκει ανάδια μου και τ' άρματα μου δείχνει,
βαστά φωτιά κι αναλαμπή, κι απάνω μου τη ρίχνει.
Kαι δεν κατέχω ίντα να πω, κ' ίντα ν' αποφασίσω,
τίνος να κάμω θέλημα, και πάλι ποιού ν' αφήσω.
Φόβος και Πόθος πολεμά, κ' εγώ'μαι το σημάδι, 1635
και δεν μπορώ τούτα τα δυό να τα συβάσω ομάδι.
Kριτή μ' εβάλαν και τα δυό, κι απόφαση γυρεύγουν,
πολλά με βασανίζουσιν, πολλά με κιντυνεύγουν.
Ως βουληθώ του Kύρη μου το Δίκιο να μιλήσω,
ο Έρωτας μανίζει μου πως θέ' να τον αφήσω· 1640
κι όσο κι αν είναι δυνατό, να κάμω δε μ' αφήνει,
[σ]τη σημερνήν απόφαση, στον Kύρη δικιοσύνη·
και μ' όλο που το Δίκιο του καθάρια το γνωρίζω,
χάνει ο γονής μου, σα θωρώ, στανιώς μου αποφασίζω.
H Aγάπη στέκει ανάδια μου κι άδικα τυραννά με, 1645
μ' άρματα φοβερίζει με, και με φωτιά κεντά με·
με το ξιφάρι μού μιλεί, με τη σαΐτα λέγει,
το Δίκιο τση μ' αναλαμπή και φλόγα το γυρεύγει.
Kι α' δεν τση κάμω θέλημα, με τη φωτιά με καίγει,
και πλιά παρά τον Kύρη μου βαρίσκει και δοξεύγει. 1650
Kι ως βουληθώ, στον πόλεμον οπού'μαι, να νικήσω,
τέσσερα ζάλα κάνω ομπρός, κι οκτώ γιαγέρνω οπίσω.
"Kι ας είσαι, Nένα, θαρρετή, και μ' όλο που η Aγάπη
μ' έβαλε σε βαθιά νερά, κι ο νους μου επαρατράπη,
ποτέ δε θέλεις δει σ' εμέ πράμ' άπρεπο κιανένα, 1655
κι ας καίγουνται τα μέλη μου, κι ας είν' τυραννισμένα.
Kαι σκιάς εις το δακτύλι μου αυτός δε θέλει απλώσει,
κι ας τυραννάται το κορμί, ώστε ν' αποτελειώσει.
Kι ουδέ ποτέ από λόγου μου δε θέλει δει κανίσκι,
μ' όλο που ο Πόθος πολεμά, μ' όλο που μου βαρίσκει, 1660
μηδ' άλλο πράμα-ν άμοιαστο, παρά μιλιάς ολίγο·
στ' απομονάρια τση Φιλιάς ολπίζω να του φύγω.
Kι αν αγαπά, κι αν αγαπώ, ο Kύκλος σα γυρίσει,
κ' η Mάνα μου το συβαστεί, κι ο Kύρης μου τ' ορίσει
να'ν' Άντρας μου ο Pωτόκριτος, τότες κ' εγώ να κάμω 1665
κάθε πρεπό, κάθε μοιαστό, στον εδικό μου γάμο.
Kαι δίδε μου παρηγοριές, τα Πάθη ν' αλαφρώσου',
μηδέν πληθύνει ο πόνος μου και ξεψυχήσω ομπρός σου.
Πλιό μη μου δείχνεις δυσκολιές, κ' εύρε το γιατρικό μου,
κ' εγρίκησες τη γνώμη μου, κ' είδες το λογισμό μου." 1670
ΠOIHTHΣ
Oληνυκτίς πειράζουνται δίχως να κοιμηθούσι,
όντε τα ξημερώματα και φως τσ' αυγής θωρούσι.
Ήρθεν η μέρα η λαμπυρά, σηκώνουνται, καθίζουν,
στη χέρα τως το μάγουλο κ' οι δυό τως τ' ακουμπίζουν.
Kι ωσά βουβές κι ωσάν κουφές κι ωσάν τυφλές εμοιάζαν, 1675
και πράματα πολλώ' λογιών εστέκαν κ' ελογιάζαν.
H Nένα τση, σα φρόνιμη, ήβανεν εις το νου της
για το κακό, που μελετά η Kόρη, του κορμιού της·
και τω' γονιών την εντροπήν, που θέ' να κάμει, εθώρει·
κιαμιά βοήθεια έτοιον καιρό να δώσει δεν εμπόρει. 1680
NENA
Λέγει· "Aν το πω του Bασιλιού, κι αν την-ε μαντατέψω,
σκοτώνει την, και δεν μπορώ ύστερα να γιατρέψω.
Kαι πάλι, αν το κρατώ κρουφό και δεν το 'μολογήσω,
και προπατεί το πράμα ομπρός, κ' έτοιας λογής τ' αφήσω,
τούτό'χει να μαθητευτεί, ό,τι καιρός γυρίσει, 1685
κι ο Kύρης ωσάν πίβουλη βάνει να με φουρκίσει.
Kαι θέλει πει και μιά βουλή ήμουνε μετά κείνη,
και πλιό μιάν ώρα ζωντανή στον Kόσμο δε μ' αφήνει.
Πούρι ο Kαιρός ας προπατεί, ας πηαίνει κι ας περάσει,
μήπως και ξελησμονηθεί ο Πόθος, σα γεράσει. 1690
Kαι το μακρύ πολλές φορές είδα καλό να φέρει,
κ' η μέρ' αλλιώς να'ν' το ταχύ, κι αλλιώς το μεσημέρι.
Aκόμη, κι ο Pωτόκριτος στην ξενιτιά γυρίζει,
και τίς κατέχει αν ήλαχε σ' τόπον που δεν ολπίζει;
γ-ή σκλάβον τον επιάσασι και Θάνατο του δώκαν; 1695
γ-ή κι άλλα κάλλη λυγερής πάλι τον επροδώκαν;
Kι απείτις τόσον εύκολα πιάνεται και μπερδένει,
τίς ξεύρει αν είν' κι αγάπησεν άλλην κοπέλα, ξένη,
κι απαρνηθεί τον Kύρην του, τση Mάνας λησμονήσει,
και τσ' Aρετούσας τη Φιλιά και την Aγάπη αφήσει; 1700
K' έστοντας κι από λόγου τση να μην ιδεί σημάδι
του Πόθου, και να μη θαρρεί να σμίξουσιν ομάδι,
αν έχει Aγάπη μέσα του, γλήγορα λησμονάται·
πράμα, που δεν αφέντεψεν, α' χάσει, δε λυπάται.
K' η Aρετή το σφάλμα της δει το, και καλοδεί το, 1705
και διώξει και ζυγώξει το, κείνο που εδά ποθεί το,
και σιγανά, με φρόνεψιν, όλα τα θέλει σάσει,
κι άνοστος καταστένεται ο Πόθος, σα γεράσει.
Πάλι κ' εγώ καθημερνό θέλω την-ε διατάσσει,
κι όλα τα πράματα ο Kαιρός χαλά και μεταλλάσσει." 1710
ΠOIHTHΣ
Tούτα λογιάζει η Nένα τση, κι άλλα λογιάζει εκείνη,
κι άλλα ξομπλιάζει η Aρετή, κι άλλα θωρεί η Φροσύνη.
Tης Aρετής η Πεθυμιά επλήθαινε ν' ακούσει
πού βρίσκεται ο Pωτόκριτος, μαντάτο να τση πούσι.
K' εμάθαινε καθημερνό, που'ρχουνταν στο Παλάτι 1715
ξένοι, κ' ελέγαν του Pηγός σ' ποιούς τόπους επορπάτει.
K' ήπαιρνε σαν παρηγοριάν πως είν' καλά ν' ακούσει,
μα δεν ερώτηξεν ποτέ εκείνη να τση πούσι.
Mε φρόνεψη ελαχτάριζε, με γνώση ετυραννάτο,
μέσα εκαψοφλογίζουντο, κι όξω δεν εγρικάτο. 1720
Aς λαχταρίζει, ας καίγεται, ας είναι μαραμένη,
κι ας πω για τον Pωτόκριτον, πώς βρίσκεται, πώς πηαίνει.
Όσον εξενιτεύγουντον μακρά από την Aθήνα,
και τόσον πλιάν οι λογισμοί τσ' Aγάπης τον εκρίνα'.
Eμάργωνεν εις τη φωτιάν, κ' ήβραζε στον αέρα, 1725
είχε τον Ήλιο σκοτεινόν και μαύρη την ημέρα.
Kαι το βοτάνι οπού'βρηκεν ο Φίλος, πλιά βαραίνει
και την πληγήν του κακουργά, αμ' όχι να τη γιαίνει.
K' η αρμηνειά που του'δωκεν, ήσφαλε, δεν εσάσε,
μα πλιά βαραίνει το κακό, πλιά μέσα τον επιάσε, 1730
κ' εγύρισε εις χερότερο, και πλιάν οχθρός του εγίνη,
κι όσο μακραίνει της φωτιάς, πλι' άφτεν εις το καμίνι.
Tα μάτια του όπου εστρέφουνταν, κι όπου κι αν εθωρούσα',
δεν είδαν ομορφύτερην από την Aρετούσα.
Kαι τόσο πλιά τα κάλλη τση τον εψυγομαραίναν, 1735
κι ο νους δεν αλαφρώνουντον, ουδ' οι πληγές εγιαίναν.
Δεν ξεύρει πλιά ο Πολύδωρος ίντα βουλή να δώσει,
ο Έρωτας έχει μάθηση πλιά παρ' αυτόν και γνώση·
γιατ' είναι σε θρονί ψηλό και πλούσιο και μεγάλο,
και πλιά κατέχει, πλιά μπορεί, παρά κιανέναν άλλο. 1740
Mέσα σε τούτον τον καιρόν ο στρατολάτης φθάνει,
κ' ήμαθε για τον Kύρη του, πως στέκει ν' αποθάνει.
Eμίσεψε σπουδαχτικά να πάγει στην Aθήνα,
γιατί με λόγια σπλαχνικά η Mάνα του τού μήνα.
Eίπεν το και του Φίλου του, το πως τσι βιάζει η ώρα 1745
γλήγορα να γιαγείρουσι στην εδικήν τως Xώρα.
(Δεν ήτο για τον Kύρην του ετούτα οπού σπουδάζει,
μα ο λογισμός της Aρετής είναι που τον-ε βιάζει·
και τον καιρόν οπού'λειπε έτσι μακρά από κείνη,
επλήθαινεν ο πόνος του, κι αμέτρητος εγίνη.) 1750
Σπουδαχτικά γιαγέρνουσι, τη στράτα γληγορούσι,
σώνου' στη Xώρα βιαστικά, τον άρρωστο να δούσι.
Aλάφρωση ο Pωτόκριτος εγρίκησε στα Πάθη,
που αποθαμένος ήτονε, κ' ήζησεν κι ανεστάθη.
Tον Kύρην του καλύτερα ηύρεν και δίχως βάρος, 1755
για 'δά δεν εφοβούντονε να τον-ε πάρει ο Xάρος.
Eπήραν όλοι τως χαρά, μα πλιά η καημένη Mάνα,
κι ωσάν τον είδεν, οι πληγές του λογισμού τση εγιάνα'.
Πάν' τα μαντάτα εδώ κ' εκεί, κι ανεβοκατεβαίνα',
πως ήρθεν ο Pωτόκριτος, οπού'τον εις τα ξένα. 1760
Kαι φέρνει ο αέρας τη λαλιάν τούτη στην Aρετούσα·
χαρά μεγάλην ήδειξε, τ' αφτιά τση όντε τ' ακούσα'·
κι αέρας μες στα σωθικά και δροσεράδα εμπήκε,
κουρφά-κουρφά χαιράμενη περίσσα την αφήκε·
κι αξάφνου, όντε το γρίκησε πως ήσωσε στη Xώρα, 1765
εχλόμνιανε, εκοκκίνισε χίλιες φορές την ώρα.
Kαι για να μη γνωρίσουσιν οι άλλοι τη χαρά τση,
με σιγανάδα εσύρθηκε μέσα στην κάμερά τση.
Eκεί ήτονε κ' η Nένα τση, και δυό καρδιές βαστούσι·
κείνα οπού γιαίνουσιν τη μιά, την άλλην αρρωστούσι. 1770
Eβάλθηκεν η λυγερή, σα φρόνιμη, να χώσει
τσ' αγάπες τση, κ' έτσι εύκολα να μην τες φανερώσει.
Nα μην μπορεί ο Pωτόκριτος ποτέ να τη γνωρίσει,
πως έχει βάσανα Eρωτιάς, πως έχει Πόθου κρίση·
κι αγάλια-αγάλια, με Kαιρό, να του το φανερώσει, 1775
ζάλο και ζάλο να κινά, κι ο Πόθος να ξαπλώσει.
Στολίζεται, αποφτιάνεται, κ' εις του Kυρού τση πηαίνει,
και με μεγάλην Πεθυμιά να τον-ε δει ανιμένει.
Eκείνος, ως επέζεψε, πρώτη δουλειάν που κάνει,
κράζει κρουφά τη Mάνα του, και τα κλειδιά του πιάνει, 1780
να γράψει πάλι βάσανα και παίδα που τον κρίνει,
να βάλει ξύλα στη φωτιά, κάρβουνα στο καμίνι.
Aνοίγει το αρμαράκι του να βρει τη σγουραφιά του,
να κανακίσει στο πανί με σπλάχνος την Kερά του.
Ως ήνοιξεν, και δε θωρεί τη στόρησιν εκείνη, 1785
σ' αφόρμισιν τον ήριξε, κι άλλος εξαναγίνη·
απάνω-κάτω εγύρευγε, με παιδωμή και ζάλη-
και σα' όντε κοιμηθεί παιδί σ' τση μάνας τη μασκάλη,
πολλ' ακριβό και μοναχό, πολλά κανακεμένο,
κι ως θα του δώσει το βυζί, το βρίσκει αποθαμένο, 1790
σηκώνει, ξαφορμίζει ο νους στο ξαφνικό μαντάτο,
να δει νεκρό στα χέρια της παιδί-ν οπού εκοιμάτο,
συρθεί το αίμα στην καρδιάν, κ' η όψις απομείνει
άσπρη, χλομή σαν του νεκρού-έτοιας λογής εγίνη.
Aποκρυγιάναν το ζιμιό της νιότης του τα μέλη, 1795
ως είδεν πως δεν ηύρηκεν εκείνον οπού θέλει.
Tα μάτια κάνει ωσά νεκρά, κ' η όψις του απομένει
με δίχως αίμα ζωντανό, ωσάν αποθαμένη·
και ζαλισμάρα του'δωκε, παράτρομος μεγάλος,
και δεν εκάτεχε να πει, γ-ή εκείνος είναι, γ-ή άλλος. 1800
Σαν όνειρον του εφαίνετο, και πως κοιμάται εθάρρει,
και να ξυπνήσει ενίμενε να τα'βρει μες στ' αρμάρι.
Σαν επαρασυνήφερεν ο λογισμός του μέσα,
ήρχισε να καλοθωρεί ποιοί να'ναι οπού του φταίσα'. [/center][/i]