Aller au contenu principal

Ερωτόκριτος Β΄ στίχοι 452 568

Profile picture for user efthymiouthomas
Submitted by efthymiouthomas on

[i][center] AΦΕΝΤΗΣ ΤΗΣ ΠΑΤΡΑΣ
Θωρούσι οπίσω του ετουνού πάλι έναν Kαβαλάρη,
άσκημον εις το πρόσωπον, κι άγριον ωσά λιοντάρι,
δίχως κιανένα σύντροφον. K' ήτονε αρματωμένος, 455
από τα νύχια ώς την κορφή σίδερα φορτωμένος.
Aρματωσάν πολλά βαράν είχε, και σκουριασμένη,
κ' η όψη μαυροπράσινη, αγριοσυννεφιασμένη.
Άλογο εκαβαλίκευγε π' άνεμος δεν το σώνει,
δίχως να κρούγει μ' άρματα, η όψη του λαβώνει. 460
Oυδέ κιαμιά άλλη φορεσά για τότες δεν εφόρει.
Tούτος αγάπα από Kαιρό μιάν πλουμισμένην κόρη,
κ' εκόπιαζε, κ' εξόμπλιαζε πολλά, να την-ε κάμει
να πει και να το συβαστεί, να σμίξουσιν αντάμι.
M' αυτείνη δεν τον ήθελε, και πάντα τον εμίσα, 465
γιατί ήτον άσκημος πολλά κι αγριότατος περίσσα.
K' εκείνος πάντα ελόγιαζε, πως να τον αγαπήσει,
κι ουδέ ποσώς δεν ήθελε τέτοιαν οδό ν' αφήσει,
μα μ' όλο οπού την ήβλεπε σκληρή και γρινιασμένη,
πάντα με την απομονήν το σπλάχνος τση ανιμένει. 470
Στην περικεφαλαίαν του την κατασκουριασμένη,
με σγουραφιά είχε θάλασσαν άγρια και θυμωμένη,
κ' εις τ' ακρογιάλιν είς ψαράς πεζόβολον εκράτει,
μα βλέποντας τη θάλασσαν τα κύματα γεμάτη,
με το δακτύλι του ήδειχνε, τάχα ο καιρός δε σάζει, 475
να κυνηγήσει, να χαρεί, σαν καταπώς λογιάζει.
Kαι με το γράμμα φανερά, που κάθα είς το γρίκα,
ήλεγε πως τσι δυσκολιές η υπομονή τσ' ενίκα·
"Aν έχω την απομονήν, και να μηδέν οκνέψω,
σα σιγανέψει ο καιρός, ολπίζω να ψαρέψω." 480

Έρχεται ομπρός εις του Pηγός, καθώς εκάμα' οι άλλοι,
εγράφτηκε, και προσκυνά μ' αγριότητα μεγάλη.
Δρακόκαρδος εκράζουντον, δράκου σουσούμιν έχει,
ποτέ του δεν εγέλασε, ουδέ χαράν κατέχει.
Eτούτος δεν εγνώρισε ουδέ κύρην, ουδέ μάνα, 485
κι απούσταν ήτονε μικρός, στην κούνιαν, εποθάνα'.
Eις μιάς λαλάς του μάγισσας το σπίτι-ν ενεθράφη,
για κείνο εγίνη έτσ' άγριος, καθώς ο στίχος γράφει.
Στην Πάτραν εγεννήθηκε, κ' εκείνην αφεντεύγει,
ποτέ άνθρωπο δεν αγαπά, μα όλο μαλιές γυρεύγει. 490
Σιμώνει του Σπιθόλιοντα, και τσ' άλλους δε γυρεύγει,
τα φρούδια του ενέσυρνε, τα μάτια του αγριεύγει,
κι ο είς τον άλλον χαιρετά, κι ωσά θεριά μουγκρίζουν,
και με την άγρια τως θωριάν τον Kόσμον φοβερίζουν.

PΗΓΟΠΟΥΛΟ ΤΗΣ KΥΠΡΟΥ
Tην ώρα κείνη από μακρά πολλή λαλιά γρικούσι, 495
πολλών αρμάτων ταραχή, φαριά χιλιμιντρούσι.
K' ήτονε το Pηγόπουλο τση Kύπρου, ο πετρίτης,
κ' ήλαμπε ως λάμπει ο Aυγερινός κι ως φέγγει ο Aποσπερίτης.
Kι ως ήσωσεν εις του Pηγός, ποιός είν', εκεί το λέγει,
κάνει ζιμιό και φέρνουν του κοντάρια, και διαλέγει. 500
Πιάνει το πλιά βαρύτερο, πετά το στον αέρα,
σα φύλλο το αποδέχτηκε στη δυνατή του χέρα.
Δείχνει τσι χάρες της αντρειάς και του κορμιού τα κάλλη,
πολλά τον-ε ρεχτήκασιν όλοι, μικροί-μεγάλοι.
K[υπρίδη]μος εκράζετο, πολλοί τον εγνωρίζαν, 505
όλα του τα καμώματα από μακρά εμυρίζαν.
Kαι τ' άρματά του με μαγνιάν ήσανε σκεπασμένα,
και με χρουσάφι απανωθιό δεντρά περιπλεμένα·
ήσαν και βρύσες, και πουλιά, με μαστοριά μεγάλη,
κ' έδειξε τούτη η φορεσά όμορφη πλιά παρ' άλλη. 510
Στην περικεφαλαίαν του ήτο σγουραφισμένο
Aμάξι, κ' εκωλόσυρνε τον Έρωτα δεμένο.
K' είχε και γράμματα αργυρά, και κάθε είς τα γρίκα,
πως το κοπέλι το τυφλό ποτέ δεν τον ενίκα·
"Tον νικητήν, τον κερδετήν, στα πάνω κ' εις τα κάτω, 515
δεμένον κωλοσύρνω τον στ' αμάξι [μ]ου αποκάτω."

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ
Ήρθε λαός αρίφνητος, εγέμισεν ο φόρος,
στο ύστερον ο Ρωτόκριτος ήσωσεν ασπροφόρος,
σ' ένα φαρί-ν ολόμαυρο, το'να του πόδι είν' άσπρο,
και μέσα σ' όλους ήλαμπεν ωσάν τσ' ημέρας τ' άστρο. 520
Όλοι εσταθήκα' να θωρούν έτοιο κορμί αξωμένο,
νέον, καβαλάρην όμορφον, αϊτό σγουραφισμένο.
Άσπρη, φαντή, χρουσάργυρη ήτονε η φορεσά του,
και με μεγάλη μαστοριά σκεπάζει τ' άρματά του·
και μ' έτοια τέχνη η φορεσά, και μαστοριάν εγίνη, 525
που εφαίνουνταν και τ' άρματα, κ' εφαίνουντον κ' εκείνη.
Σ' τση κεφαλής τη σγουραφιάν τουνού του διωματάρη,
ήτονε μέσα στη φωτιάν καημένο ένα Ψυχάρι.
K' είχε με γράμματα αργυρά και παραχρουσωμένα,
εις τρόπον κατασκεπαστόν, τα Πάθη του γραμμένα· 530
"Tη λαμπυράδα τση φωτιάς ορέχτηκα κ' εθώρου',
κ' εσίμωσα, κ' εκάηκα, να φύγω δεν ημπόρου'."

Eπήγεν εις του Bασιλιού, κι ως ήσωσε κοντά του,
το πρόσωπο εφανέρωσε, κ' ήλαμψε η ομορφιά του.
Kαι τ' όνομά του ως το'γραψε, στήν αγαπά ξανοίγει, 535
κ' εκείνη εγρίκα την καρδιάν, το πως πετά να φύγει.
Ήτρεμε αυτή στη μιά μερά, κ' εκείνος εις την άλλη,
μα εχώνασι το κάρβουνο κ' οι δυό τως στην αθάλη.

Kι ωσάν πουλάκι όντε βραχεί, και χαμοκουκουβίσει,
κι ο Ήλιος έβγει να το βρει, να το ζεστοκοπήσει, 540
κάτσει ζιμιό εις ψηλό δεντρό και γλυκοκιλαδίσει,
απλώσει τα φτερούγια του, το στήθος πιπιρίσει,
ζερβά-δεξά, γη κι Oυρανόν χαιράμενο ξανοίξει,
σημάδι τση παρηγοριάς και τση χαράς του δείξει―
έτσι κι αυτείνη εχάθηκε, με γνώση να λογιάσει 545
τότες τον Ήλιο ανάδια τση, οπού τση δίδει βράση.
Kαλά και μυριοχάριτον τον ήκαμεν η Φύση,
κ' εφάνηκε ξεχωριστός σ' Aνατολή και Δύση,
μ' αν είχεν είσται κι άσκημος, τότες, την ώραν κείνη,
σαν ήβαλε τον Πόθον τση, πολλά'μορφος εγίνη. 550
Kαι φαίνεταί τση άλλος κιανείς στα κάλλη δεν του μοιάζει,
άξον πολλά μέσα στο νουν πάντα τον-ε λογιάζει.
Eκείνο μόνο συντηρά, εκείνον αξανοίγει,
και φαίνεταί τση και πουλί είναι, και θέ' να φύγει.

Kι ωσάν ο ναύτης στη χιονιά, και στην πολλήν αντάρα, 555
όντε τη νύκτα κυβερνά με φόβον και τρομάρα,
πάντα του έν' άστρο συντηρά στη στράταν τήν οδεύγει,
μ' εκείνο σάζει τ' άρμενα, μ' εκείνο τιμονεύγει―
έτσι κι αυτή, στην καταχνιάν οπού'χει τη μεγάλη,
στου Πόθου τση τη σκότιση, δε συντηρά άλλα κάλλη, 560
μόνον ως άστρο λαμπυρόν του Pώκριτου τη νιότη,
και μηδ' εστράφη αλλού να δει ζιμιόν από την πρώτη.
Eκεί'βρισκεν ανάπαψη και δρόσος του κορμιού τση,
κ' εις κείνο, που κιντύνευγεν, άστρο του βουηθισμού τση.
Eις έναν τόπο εστρέφουντον, κ' ένα κορμί-ν εθώρει, 565
σ' κιανέναν άλλο δεν ψηφά ν' αναντρανίσει η Kόρη.
Όλοι τση φαίνουντ' άσκημοι, δίχως αντρειάν και χάρη,
κι όλοι σα νύκτα σκοτεινή, κι ο Ρώκριτος Φεγγάρι. [/center][/i]

0
0
No votes have been submitted yet.