[u][b]«Ένας Ποιητής»[/b][/u] - Γρηγόριος Ξενόπουλος
«Είναι πολύς καιρός, δέκα ίσως και δώδεκα χρόνια, αφότου εδιάβασα εις κάποιον Ημερολόγιον το πρώτον του ποίημα. Επεγράφετο «Ταραντίνοι». Μία σύντομος, ταχυτάτη εικών λαού διασκεδάζοντος υπό την απειλήν των τυράννων του, και τίποτε άλλο. Το ποίημα δεν ήτο βέβαια έξοχον αλλά πρέπει να είχε κάτι το ξεχωριστόν και το ασυνείθιστον, διότι το όνομα που είδα από κάτω, το νέον και όλως διόλου άγνωστον -Κωνσταντίνος Π. Καβάφης- μου εκαρφώθη από τότε. Και από τότε αγαπούσα να διαβάζω ό,τι απαντούσα με αυτό το όνομα, ποιήματα πάντοτε, πολύ αραιά, πολύ σύντομα, μια φορά το χρόνο, από δέκα είκοσι στίχους, πότε εις το «Άστυ», πότε εις το «Ημερολόγιον» Σκόκου, πότε εις τον «Αιγυπτιακόν Λωτόν», και μία φοράν εις τα «Παναθήναια».
Τα χρόνια περνούσαν, και καθένα κάτι επρόσθετεν εις την μικράν αυτήν και σκόρπιαν συλλογήν· αλλά συγχρόνως κάτι επρόσθετε και μέσα μου. Σιγά-σιγά η προσοχή μου μετεβλήθη εις εκτίμησιν· κι' έξαφνα, μίαν ημέραν, παρετήρησα μ' έκπληξιν, με φόβον, ότι η εκτίμησις είχε φθάση τα επικίνδυνα όρια του θαυμασμού. Διότι δεν είναι ολωσδιόλου ακίνδυνον πράγμα, πιστεύσατέ με, να θαυμάζετε ένα ποιητήν που ονομάζεται Καβάφης, και είναι Αλεξανδρινός, και δεν έγραψεν έως τώρα παρά δώδεκα, το πολύ δεκαπέντε ποιήματα, -και αυτά χωρίς ποτέ να μαζευτούν και να τυπωθούν σε γιαπωνέζικο χαρτί,- και που ποτέ δεν εγράφη άρθρον δι' αυτόν εις εφημερίδα, και που ποτέ δεν εφάνη τόνομά του αλλού, παρά μετρημένες φορές κάτω από τους ολίγους στίχους του.
Ό,τι με ανησυχεί προπάντων εις αυτήν την περίστασιν, είναι η ισχνότης του χαρτοφυλακίου. Ηξεύρω καλά, ότι οι περισσότεροι άνθρωποι θαμβώνονται από το ποσόν, και πολύ δυσκολεύονται να παραδεχθούν ότι μέσα σ' ένα γυάλινο μπουκαλάκι εγκλείεται κάποτε ολόκληρος ροδόκηπος. Αλλά το αίσθημα δεν τους ερωτά αυτούς. Και σας είπα εις ποίον σημείον ευρίσκετο το ιδικόν μου αίσθημα, το μυστικόν, όταν έλαβα την εξαφνικήν ευχαρίστησιν να γνωρίσω και προσωπικώς τον κ. Κωνστ. Π. Καβάφην, επισκεπτόμενον τας Αθήνας μας, δια πρώτην φοράν νομίζω, προ δύο ετών.
Είναι νέος, αλλ' όχι εις την πρώτην νεότητα. Βαθειά μελαχροινός ως γηγενής της Αιγύπτου, με μαύρον μουστακάκι, με γυαλιά μύωπος, με περιβολήν αλεξανδρινού κομψευομένου, αγγλίζουσαν ελαφρότατα, και με φυσιογνωμίαν συμπαθή, η οποία όμως εκ πρώτης όψεως δεν λέγει πολλά πράγματα. Υπό το εξωτερικόν εμπόρου, γλωσσομαθούς κ' ευγενεστάτου και κοσμικού, κρύπτεται επιμελώς ο φιλόσοφος και ο ποιητής. Η ομιλία του η ζωηρά, η σχεδόν στομφώδης και υπερβολική, και οι τρόποι του οι πάρα πολύ αβροί, και όλες εκείνες οι ευγένειές του και οι τσιριμόνιες, εκπλήττουν κάπως έναν Αθηναίον, συνειθισμένον με την σεμνήν απλότητα και την δειλήν αφέλειαν και την αγαθήν αδεξιότητα των λογίων μας. Ο κ. Καβάφης, υπό την έποψιν αυτήν, είναι ο αντίπους του κ. Πορφύρα. Πρέπει να τον γνωρίση κανείς αρκετά, δια να πεισθή ότι είναι ο ίδιος άνθρωπος που έγραψε τα ωραία εκείνα ποιήματα. Διότι σιγά-σιγά θαναγνωρίση, ότι αυτά που λέγει ο αλεξανδρινός έμπορος με τόσον παράξενον τρόπον, είναι γεμάτα γνώσιν και παρατήρησιν, και κάπου-κάπου θα συλλάβη και μερικάς αστραπάς των μαύρων ματιών, από τα γυαλιά, που διανοίγουν ολόκληρον κόσμον, και προδίδουν -δόξα σοι, ο Θεός!- τον άνθρωπον της ευρείας σκέψεως και της καλλιτεχνικής ιδιοφυϊας.
Ομολογώ ότι δεν επερίμενα την αποκάλυψιν αυτήν, δια να εκφράσω το αίσθημά μου εις τον κ. Καβάφην. Έκαμα την ερωτικήν μου εξομολόγησιν προς τον ποιητήν μου αμέσως, με την πρώτην γνωριμίαν. Δύο πράγματα απαιτούνται δια να μη πάη χαμένον ένα τέτοιο διάβημα: να πιστεύσουν την ειλικρίνειάν σας και νανταποκριθούν. Φαίνεται ότι οι ποιηταί είναι πλέον φιλάρεσκοι και πλέον εύπιστοι από τα γυναίκας. Ίσως υπάρχουν γυναίκες που υποπτεύονται ότι δεν είναι ωραίαι, αλλά δεν υπάρχει ποιητής, που να μην έχη την βεβαιότητα ότι είναι μεγάλος. Ο κ. Καβάφης λοιπόν δεν εδυσκολεύθη καθόλου να πιστεύση την ειλικρίνειαν του αισθήματός μου, κ' επειδή έτυχε -τι καλή σύμπτωσις!- να μ' εκτιμά ολίγον και αυτός ως πεζογράφον, εκολακεύθη και ανταπεκρίθη. Μου επέτρεψε δηλαδή και μ' εβοήθησε μάλιστα να ... τον θαυμάζω. Και όταν επανήλθεν εις την καλήν του πόλιν της Αλεξανδρείας, μου έστειλεν από εκεί, αντιγραμμένα επιμελέστατα, με το καλλιτεχνικόν και ιδιόρρυθμον γράψιμόν του, με κόκκινον και μαύρο μελάνι, εις θαυμάσιον χαρτί, όλα του τα ποιήματα. Και όχι μόνον αυτά, τα παλαιά και γνωστά μου, αλλ' εφρόντισε να μου στείλη και άλλα δύο, τα οποία έγραψεν εν τω μεταξύ, -φυσικά αφού επέρασαν δύο χρόνια,- και να μου πάρη ένα παλαιόν, το οποίον ενόμιζεν ότι δεν ήτο «άξιον της τιμής» να ευρίσκεται στα χέρια μου. Το ελυπήθηκα πολύ, αλλ' επειδή σέβομαι τας ιδιοτροπίας των ποιητών, του το επέστρεψα. Ήτο οι πρωτόφαντοι εκείνοι «Ταραντίνοι».
Τώρα μου μένουν ένα, δύο, τρία ... δώδεκα ποιήματα. Και οι «Ταραντίνοι» δεκατρία. Αυτό είναι όλον το έργον του Καβάφη. Έγραψε και μερικά άλλα, αλλ' ή τα παρέδωσεν εις τον Ήφαιστον ή τα θεωρεί «ανάξια της τιμής». Οπωσδήποτε, κατά μέσον όρον, κάθε ποίημα του Καβάφη κυοφορείται όσον και ο άνθρωπος: εννέα μήνας. Η έμπνευσις, η σύλληψις, δεν ειμπορεί παρά να είναι στιγμιαία· αλλ' εις τον Καβάφην έρχεται ως αποτέλεσμα και ούτως ειπείν ως αμοιβή της μακράς και επιμόνου προσηλώσεώς του εις ωρισμένον αντικείμενον, εις ωρισμένον κύκλον ιδεών. Τώρα εσχημάτισε τον πυρήνα του, κατέχει την ιδέαν του, ηξεύρει καλά τι θα ειπή. Αλλά πώς θα το ειπή; πώς θα το αισθητοποιήση; με τι υλικόν θ' αποτελέση την βαθυτέραν εκείνην μορφήν, την ουσιαστικωτέραν, η οποία δεν έχει σχέσιν ούτε με την λέξιν, ούτε με τον ρυθμόν, ούτε με την ρίμαν; την καθαυτό καλλιτεχνικήν μορφήν, η οποία μένει και αφού τυχόν αλλαχθούν ολ' αυτά; Υποθέτω, ότι δια τον Καβάφην και η εργασία αυτή, η ολωσδιόλου διανοητική, απαιτεί πολύν χρόνον. Αλλ' αφού τελειώση, το ποίημα, κατ' ουσίαν, είναι έτοιμον. Δεν μένει παρά να εκφρασθή. Να εκλεχθούν δηλαδή αι απολύτως αναγκαίαι λέξεις, ώστε να μη περισσεύη, να μη λείπη καμμία, και να παραταχθούν κατά τρόπον ώστε ν' αποτελέσουν μίαν εξωτάτην μορφήν, τελείως αρμόζουσαν, τελείως ανταποκρινομένην προς την ιδέαν. Και η εργασία αυτή απαιτεί τον περισσότερον χρόνον. Τώρα ο ποιητής θα λεπτολογήση -με όλον του το δικαίωμα πλέον- και θα έχη να κάμη με όλα εκείνα τα «μικρά πράγματα» του Μιχαήλ Αγγέλου, τα βασανιστικά, που αποτελούν την τελειότητα, η οποία όμως δεν είναι «μικρόν πράγμα»... Και από το απελπιστικόν εκείνον χάος των σβυσιμάτων, των προσθηκών, των παραπομπών, των αλλεπαλλήλων διορθώσεων, από τον λαβύρινθον του χειρογράφου, που μαρτυρεί τόσους αγώνας, τόσην μακροχρόνιον προσπάθειαν, τόσον δισταγμόν, ο ποιητής, διστάζων ακόμη, θα ξεχωρίση τους ολίγους του τελευταίους στίχους, θα τους καθαρογράψη, και με την γενναιοτέραν προσπάθειαν, καταπνίγων τον τελευταίον, τον επιμονώτερον δισταγμόν -αν το κατορθώση- θα τους υπογράψη.
Έτσι γίνεται ένα ποίημα το χρόνον... Αλλά το ποίημα αυτό είναι πολλάκις θαυμασία μικρογραφία. Κλείει μέσα του κόσμον ολόκληρον. Και ενώ το βλέπεις και λέγεις ότι αυτό είναι όλον, το ξαναβλέπεις και κάτι υποπτεύεσαι... και έξαφνα ανακαλύπτεις -θαύμα!- ότι με το μικροσκόπιον σου παρουσιάζει πράγματα που δεν εφαντάζεσο, και μετά την υποψίαν σου ακόμη, ότι θα τα έχη. Κάτι το απείρως συγκεντρωμένον και απείρως μεστόν. Όλα τα ποιήματα όσα θα έγραφεν εις τον ίδιον καιρόν, σφικτοδεμένα, συμπιεσμένα, εις τους πέντε-δέκα αυτούς στίχους. Και το ποιηματάκι, το μικροσκοπικόν, απλώνει, απλώνει, ξετυλίγεται, ξεχειλίζει και σου γεμίζει την ψυχήν.
Όλα τα ποιήματα του Καβάφη δεν είναι βέβαια επίσης περιεκτικά κ' επίσης θαυμάσια. Δια τα πρώτα του μάλιστα, τα νεανικώτερα, ειμπορεί και να μη χρειάζεται μικροσκόπιον. Τα άλλα όμως, -πέντε ή εξ από τα τελευταία,- είναι ακριβώς όπως εζήτησα να σας παραστήσω, και αυτά κυρίως τον χαρακτηρίζουν. Αλλ' ας ομιλήσωμεν καλλίτερα με τα πράγματα. Κάμετέ μου πρώτα την χάριν να διαβάσετε αυτό:
ΔΕΗΣΙΣ
Η θάλασσα στα βάθη της πήρ' ένα ναύτη.
Η μάνα του, ανήξερη, πηγαίνει και ανάφτει
στην Παναγία μπροστά ένα υψηλό κερί
για να επιστρέψη γρήγορα και νάν καλοί καιροί
και όλο προς τον άνεμο στήνει ταυτί.
Αλλά, ενώ προσεύχεται και δέεται αυτή,
η εικών ακούει σοβαρή και λυπημένη,
ξεύροντας πως δεν θάλθει πια ο υιός που περιμένει.
Έχει, βλέπετε, την σφραγίδα του και αυτό το ποιηματάκι. Ο ρυθμός του δεν είναι η συνειθισμένη τυμπανοκρουσία, η γλώσσα του έχει πολύ τον ατομικόν χαρακτήρα, και η πλουσιωτάτη ομοιοκαταληξία - ομοιολεξία μάλλον, κερί-καιροί, αυτί-αυτή, όπως θα την απαντήσωμεν και εις άλλα ποιήματα του Καβάφη,- έχει τι το σεμνόν και μαλακόν, το σχεδόν κρύφιον, που δεν καταστρέφει, ως απότομος έκρηξις ρουκέτας, τον θρηνώδη λυρισμόν, την ήρεμον μελαγχολίαν της φράσεως. Είναι μία φόρμα τελείως αρμόζουσα εις την ιδέαν. Αν δε προσέξετε και εις την ιδέαν αυτήν, θανακαλύψετε κάποιαν σύνθεσιν εις την απλότητά της, φιλοσοφικόν βάθος, συμβολισμόν αν θέλετε, και ίσως το εικόνισμα, το κερί, η μάνα, η θάλασσα, ο ναύτης, να σας φανούν διαφορετικά από ό,τι τα ξεύρετε, γενικώτερα και διαρκέστερα. Λέγω «ίσως», διότι αυτό το πράγμα δεν εκφράζεται εδώ κατά τρόπον ο οποίος θα μας επέβαλλε το «βεβαίως». Αλλά και η εξωτάτη μορφή έχει μερικάς ελλείψεις, που ο ίδιος ο κ. Καβάφης, με την λεπτολόγον ακρίβειαν άλλων του ποιημάτων μας έκαμε να τας προσέξωμεν. «Προσεύχεται και δέεται» δι' αυτόν είναι πλεονασμός, μου φαίνεται δε ότι το «ναν' καλοί καιροί» έπρεπε να λεχθή πριν από το «για να επιστρέψη γρήγορα».
Αλλά η «Δέησις» είναι από τα πρώτα. Αυτό που θα διαβάσετε τώρα είναι από τα τελευταία:
ΘΕΡΜΟΠΥΛΑΙ
Τιμή σ' εκείνους όπου στην ζωήν των
ώρισαν και φυλάγουν Θερμοπύλας.
Ποτέ από το χρέος μη κινούντες
δίκαιοι κ' ίσιοι σ' όλαις των ταις πράξεις,
αλλά με λύπη κιόλας κ' ευσπλαχνία·
γενναίοι οσάκις είναι πλούσιοι, κι' όταν
είναι πτωχοί, πάλ' εις μικρόν γενναίοι,
πάλι συντρέχοντες όσο μπορούνε·
πάντοτε την αλήθεια λαλούντες,
πλην χωρίς μίσος για τους ψευδομένους.
Και περισσότερη τιμή τους πρέπει
όταν προβλέπουν και πολλοί προβλέπουν-
πως ο Εφιάλτης θα φανή στο τέλος,
κι' οι Μήδοι επί τέλους θα διαβούνε.
Μα την αλήθειαν, τέτοιον ποίημα δεν γίνεται εις μίαν ώραν! Αυτός ο ορισμός του ανωτέρου ανθρώπου, του ευσταθούς μετά συγκαταβάσεως και του δικαίου μετ' επιεικείας, ο οποίος γνωρίζει ότι θα νικηθή εις τον αγώνα της ζωής, και μολοντούτο επιμένει εις το καθήκον, και εις αυτό θυσιάζει άκαμπτος κάθε συμφέρον, και δεν ευρίσκει την δικαίωσιν, την νίκην και την δόξαν παρά μόνον μετά θάνατον, είναι προϊόν μελέτης μακράς και γνώσεως τελείας. Προδίδει ολόκληρον σύστημα κοινωνικής φιλοσοφίας, καταστρωθέν ολίγον κατ' ολίγον. Πόσας παρατηρήσεις θα έκαμε, και πόσας γνώμας θα εκοσκίνισε, και πόσας εικόνας θα συνεδύασεν ο ποιητής, όταν ευρίσκετο εις αυτόν τον κύκλον των ιδεών, δια να φθάση εις το οριστικόν συμπέρασμα, δια να ξεχωρίση την ιδέαν καθαράν, ώριμην πλέον δι' αισθητοποίησιν. Και ιδού, εις στιγμήν ωραίας εμπνεύσεως, του παρουσιάζονται αι Θερμοπύλαι, αι αθάνατοι Θερμοπύλαι, ως η ζωηροτέρα εικών, ως το τελειότερον σύμβολον. Η φιλοσοφία έγινε πλέον ποίησις, η ιδέα επλάσθη. Τώρα πρέπει ναποδοθή με λέξεις. Η μεγάλη φυσικότης επιτυγχάνεται εδώ δια της μεγάλης επιτηδεύσεως, και όλα αυτή η ελευθερία, η λιτότης, η ευκολία των στίχων, που νομίζει κανείς ότι είναι αυτοσχέδιοι, δεν αποκρύπτει από τον γνώστην τον μακρόν και σοφόν αγώνα: ο οποίος υπέταξε την ιδέαν εις την έκφρασιν.
Η ιστορία και η μυθολογία παρέχουν συχνά εις τον κ. Καβάφην το θεμέλιον των ποιημάτων του. Αλλά περιορίζεται πάντοτε εις εν γεγονός, εις μίαν εικόνα, εγκλείουσαν αυστηρώς την ιδέαν, που θέλει να παρουσιάση ούτω στηριγμένην επί βάσεως ασφαλούς κ' αιωνίας. Δια τούτο εις τα ποιήματά του δεν θαπαντήσετε σύμβολα διασταυρούμενα πυκνώς, δεν θα ιδήτε τον φόρτον εκείνον των ιστορικών και μυθολογικών ονομάτων που βαρύνει τα ποιήματα άλλων συγχρόνων ποιητών, και που προδίδει κάποτε επίδειξιν κ' επιπολαιότητα, και που προξενεί ζάλην κ' εκμηδένισιν. Και δια να εκτιμήσετε αυτήν την ολιγάρκειαν και την συμμετρίαν, ιδού η ωραία αυτή
ΔΙΑΚΟΠΗ
Το έργον των θεών διακόπτομεν ημείς,
τα βιαστικά κι' άπειρα όντα της στιγμής.
Στης Φθίας και στης Ελευσίνος τα παλάτια
η Θέτις και η Δήμητρα έργα καλά
αρχίζουν μες σε φλόγες και καπνόν. Αλλά
πάντοτε η Μετάνειρα από τα δωμάτια
του βασιλέως τρέχει κατατρομαγμένη
και πάντοτε ο Πηλεύς φοβάται κ' επεμβαίνει.
Αλλά και όταν η εικών δεν είναι παρμένη σοφώτατα από την ιστορίαν και την μυθολογίαν, αλλ' απλούστατα και ανθρωπινώτατα από την φύσιν, από την ζωήν, η ιδία εγκράτεια και η ιδία αυστηρότης βασιλεύει. Μία εικών, αναπτυσσομένη κ' εξελισσομένη φυσικώς είναι το ποίημα όλον απ' αρχής μέχρι τέλους:
ΚΕΡΙΑ
Η αγαπητές του μέλλοντός μας μέραις
αραδιασμέναις στέκοντ' εμπροστά μας
σαν μιά σειρά κεράκια αναμμένα
χρυσά, ζεστά και ζωηρά κεράκια.
Η περασμέναις μέραις πίσω μένουν·
μια θλιβερή σειρά κεριών σβυσμένων·
τα πιο κοντά βγάζουν καπνόν ακόμη
κατάμαυρα κεριά, ψυχρά, λυωμένα.
Δε θέλω να τα βλέπω, με λυπεί η μορφή των,
και με λυπεί το πρώτο φως των να θυμούμαι.
Εμπρός κυττάζω ταναμμένα μου κεριά.
Δεν θέλω να γυρίσω να μη διω και φρίξω
τι γρήγορα που η σκοτεινή γραμμή μακραίνει
τι γρήγορα που τα σβυστά κεριά πληθαίνουν.
Ομολογώ, ότι το ποίημα αυτό εξήσκησεν επ' εμού εν είδος παραδόξου υποβολής. Μολονότι εις την αρχήν -και εις το τέλος ακόμη- η εικών δεν μου εφάνη τελείως ευτυχής, δεν ηξεύρω πώς τα κεριά αυτά κατώρθωσαν να ζωντανέψουν εις την φαντασίαν μου, και τώρα, όσες φορές κυττάξω εμπρός μου, ή γυρίσω οπίσω μου, είναι αδύνατον να μην ιδώ με τα μάτια της ψυχής την φωτεινήν αυτήν γραμμήν των αναμμένων κεριών και την θλιβεράν, -πόσον θλιβεράν, αλλοίμονον!- των σβυσμένων... Ίσως η μαγγανεία αυτή οφείλεται εις τον θρήνον των τριών τελευταίων στίχων, εις την οδυνηράν απήχησιν των λέξεων, αι οποίαι εξέρχονται, νομίζεις, βιαστικαί, δια να προφθάσουν, να μην διακοπούν από λυγμούς...
Αλλ' εκείνο που με συνεκλόνισε περισσότερον από κάθε άλλο, και μου έκαμεν εντύπωσιν καταπληκτικήν, και το απεστήθισα χωρίς να το θέλω, και το ψιθυιρίζω ως βαυκάλημα εις τας αγρυπνίας του πόνου μου, κ' ευρίσκω μέσα εις αυτό την θλιμμένην ψυχήν μου, την σπαραγμένην ζωήν μου, είναι το απελπιστικόν, το μοιραίον αυτό ποίημα, που επιγράφεται:
ΤΕΙΧΗ
Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ,
μεγάλα κ' υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη.
Και τώρα κάθημαι και απελπίζομαι εδώ.
Με τρώγει την καρδίαν και τον νουν αυτή η τύχη,
διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον.
Α, όταν έκτιζαν τα τείχη πώς να μη προσέξω;
Αλλά δεν ήκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον:
Ανεπαισθήτως μ' έκλεισαν από τον κόσμον έξω.
Αρκετά ποιήματα συγχρόνων ποιητών μας, από εκείνα που ο πολύς κόσμος τ' αντιπαρέρχεται ως ακατανόητα, μ' έκαμαν επίσης να μείνω με ανοικτό στόμα. Και πολλά επίσης τ' απεστήθισα, και εις στιγμάς ρέμβης τα επανελάμβανα ως μίαν ηχώ της ιδίας μου ψυχής. Αλλ' ολίγα, πολύ ολίγα διετήρησαν το κράτος αυτό μέχρι τέλους. Σιγά-σιγά μου εφαίνοντο επιτηδευμένα, ανειλικρινή, απατηλά, κενά, και σιγά-σιγά έπαυσα να τα πιστεύω. Τα «Τείχη» όμως του Καβάφη αντέστησαν εις κάθε μου ανάλυσιν. Κ' εξακολουθούν να με κατέχουν, να με περιζώνουν όρθια, αμείλικτα και θαυμάσια. Ο ποιητής μ' εφυλάκισε, μ' αιχμαλώτισε. Και από την αιχμαλωσίαν αυτήν χρονολογείται ο θαυμασμός μου. Βεβαίως δεν θα τον συμμερισθούν ολόκληρον, -ούτε το απαιτώ,- όσοι ήκουσαν κάποτε κρότον κτιστών ή ήχον, κ' επρόσεξαν όταν εκτίζοντο τριγύρω των ύπουλα τείχη, και δεν αφήκαν, οι συνετοί, να τους κλείσουν έξω από τον κόσμον ανεπαισθήτως... Αλλ' εγώ δεν πρόσεξα, το εξομολογούμαι. Άφισα να πυργωθή τριγύρω μου ο φοβερός φραγμός, και τώρα είμαι εντελώς ανίσχυρος εναντίον του! Και όλον αυτό το κακόν έγινε τόσον ανεπαισθήτως, ώστε θα το αγνοούσα ακόμη, δεν θα είχα παρά μίαν αόριστον υποψίαν της οικτράς μου τύχης, αν δεν μου το εφανέρωνεν έξαφνα ο ποιητής, εις όλην του την έκτασιν, εις όλην του την φρίκην... Και τώρα κάθημαι και απελπίζομαι εδώ... Ε, αυτός ο ποιητής ειμπορεί να μην είναι δι' εμέ κάτι τι;
Εν άλλο ποίημα όμως, που επιγράφεται «Τα παράθυρα», είναι ίσως καθολικώτερον. Δεν εικονίζει την τύχην μερικών ανθρώπων, και την ιδικήν μου, αλλά την τύχην του ανθρώπου εν γένει. Εις το σκότος αυτό, εις το οποίον μας κατεδίκασε το Άγνωστον, ο πόθος του φωτός είναι επίσης αγωνιώδης δι' όλους όσοι το αντιλαμβάνονται και υποφέρουν, και μεταξύ αυτών η σκέψις του ποιητού, η απαισιόδοξος, θα εύρη πάντοτε ηχώ, ή θα γεννήση μίαν άλλην αντίθετον:
ΤΑ ΠΑΡΑΘΥΡΑ
Σ' αυταίς ταις σκοτειναίς κάμαραις που περνώ
μέραις βαρυαίς, επάνω κάτω τριγυρνώ
για νάβρω τα παράθυρα. Όταν ανοίξη
ένα παράθυρο θάναι παρηγορία.
Πλην τα παράθυρα δεν βρίσκονται ή δεν μπορώ
να τάβρω. Και καλλίτερα ίσως να μην τα βρω.
Ίσως το φως θάναι μια νέα τυραννία.
Ποιός ξέρει τι καινούργια πράγματα θα δείξη.
Συμμερίζομαι τον φόβον του ποιητού κ' εγκαρτερώ με την ιδέαν ότι το φως θα είναι νέα τυραννία. Όχι θα έλεγα, αν ευρίσκετο κανείς να μου ανοίξη το παράθυρον, και ας ήξερα ότι το όχι αυτό, το ορθόν, θα με κατέβαλλεν εις όλην την ζωήν μου. Και αν με ξαναρωτούσαν, όχι θα εφώναζα. Και αυτό ακόμη μου το έμαθεν ο ποιητής, ή μάλλον μ' εστερέωσε και πάλιν εις την αμυδράν υποψίαν μου, μ' ένα ποίημα το οποίον αφορά εις προσκαιρότερα κ' έχει σχέσιν μάλλον με την κοινωνικήν παρά με την ατομικήν ζωήν, αλλά δεν είναι δια τούτο ολιγώτερον βαθύ και ολιγώτερον αληθινόν:
«CHE FACE...IL GRAN RIFIUTO»
Σε μερικούς ανθρώπους έρχεται μιά μέρα
που πρέπει το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο το Όχι
να πούνε. Φανερώνεται αμέσως όποιος τώχει
έτοιμο μέσα του το Ναι, και λέγωντάς το, πέρα
πηγαίνει στην τιμή και στην πεποίθησί του.
Ο αρνηθείς δεν μετανοιώνει. Αν ρωτιούνταν πάλι,
Όχι θα ξανάλεγε. Κι' όμως τον καταβάλλει
τ' Όχι εκείνο, το ορθόν, εις όλην την ζωή του.
Ήθελα ακόμη να σας παρουσιάσω από το έργον του κ. Καβάφη τις «Ψυχαίς των Γερόντων», τα «Άλογα του Αχιλλέως» και τον «Θάνατον του Αυτοκράτορος Τακίτου», διότι καθέν από αυτά έχει ιδιαίτερον χαρακτήρα. Αλλά νομίζω ότι όσα παρέθεσα είναι αρκετά να σας δώσουν κάποιαν ιδέαν της πρωτοτύπου αυτής φιλοσοφικής ποιήσεως, της τόσον νηφαλίου, με το αυστηρόν και ιδιόρρυθμον ένδυμα, με την αριστοκρατικήν τεχνοτροπίαν, με την όλως προσωπικήν υφήν, με την γλώσσαν την υπενθυμίζουσαν μακρόθεν τον Κάλβον, και προπάντων με την έλλειψιν κάθε αναρμόστου ελαφρότητος, κάθε ανοήτου ηχολαλιάς, κάθε απατηλού στολίσματος. Τίποτε εξ εκείνων, τα οποία φορτόνουν άλλα ποιήματα αερολόγων, εκφυλισμένων και υπνοβατών, δια να κρύπτουν μόνον την γυμνότητά των. Αν εκ πρώτης όψεως τα ποιήματα του κ. Καβάφη φαίνωνται παράξενα και πιθανόν δεν αρέσουν, είναι διότ