[u]Eφτά΄μέρες γιά την αιωνιότητα.[/u]
ΚΥΡΙΑΚΗ-Πρωί, στο Ναό του Μοσχοφόρου. Λέω: να γίνει αληθινή
σαν δέντρο η ωραία Μυρτώ· και τ' αρνάκι της, κοιτάζοντας ίσια
στα μάτια το δολοφόνο μου, για μια στιγμή, να τιμωρήσει το πι-
κρότατο μέλλον.
ΔΕΥΤΕΡΑ-Παρουσία χλόης και νερού στα πόδια μου. Που θα πει
πως υπάρχω. Πριν ή μετά το βλέμμα που θα μ' απολιθώσει, το
δεξί χέρι ψηλά κρατώντας έναν πελώριο γαλάζιο Στάχυ. Για να
ιδρύσω τα Νέα Ζώδια.
ΤΡΙΤΗ-Έξοδος των αριθμών. Πάλη του 1 με το 9 σε μια παραλία πα-
νέρημη, γεμάτη μαύρα βότσαλα, φύκια σωρούς, μεγάλες ραχο-
κοκαλιές θηρίων στα βράχια.
Τα δυο παλιά κι αγαπημένα μου άλογα, χρεμετίζοντας όρθια πά-
νω από τους ατμούς που ανεβάζει το θειάφι της θαλάσσης.
ΤΕΤΑΡΤΗ-Από την άλλη μεριά του Κεραυνού. Το καμένο χέρι που
θα ξαναβλαστήσει. Να ισιώσει τις πτυχές του κόσμου.
ΠΕΜΠΤΗ-Ανοιχτή θύρα: σκαλοπάτια πέτρινα, κεφαλές από γερά-
νια, και πιο πέρα στέγες διάφανες, χαρταετοί, τρίμματα χοχλι-
διών στον ήλιο. Ένας τράγος μηρυκάζει αργά τους αιώνες, κι ο
καπνός, γαλήνιος, ανεβαίνει μέσ' από τα κέρατα.
Την ώρα που κρυφά, στην πίσω αυλή, φιλιέται η κόρη του περι-
βολάρη, κι από την πολλή αγαλλίαση μια γλάστρα πέφτει και
τσακίζεται.
Α, να σώσω αυτόν τον ήχο!
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ- «Της Μεταμορφώσεως» των γυναικών που αγάπησα
χωρίς ελπίδα: Ηχώ: Μα-ρί-νααα! Ε-λέ-νηηη! Κάθε χτύπος καμ-
πάνας, κι από μια πασχαλιά στην αγκαλιά μου. Ύστερα φως πα-
ράξενο, και δύο ανόμοια περιστέρια που με τραβούν ψηλά σ' έ-
να μεγάλο κισσοστολισμένο σπίτι.
ΣΑΒΒΑΤΟ-Κυπαρίσσι από το σόι μου, που το κόβουν άντρες βλοσυ-
ροί και αμίλητοι: γι' αρρεβώνα ή θάνατο. Σκάβουν το χώμα γύ-
ρω και το ραντίζουν με γαριφαλόνερο.
Έχοντας εγώ κιόλας απαγγείλει τα λόγια που απομαγνητίζουν
το άπειρο!