Γιε μου, γιε μου
Γιε μου, είν' ο πόνος μου αβάσταχτος, καλέ μου
που σε βλέπω σαν ξερόφυλλο του ανέμου
στη ζωή κυνηγημένος να γυρνάς
Γιε μου, δεν τον άκουσες τον δόλιο σου πατέρα
παρασύρθηκες και μέρα με τη μέρα
είσαι είκοσι χρονών κι όμως γερνάς
Γιε μου, τι περιμένεις, πες μου
σ' έναν δρόμο λασπωμένο
θα 'σαι πάντα σαν δεντρί ξεριζωμένο
δίχως μοίρα, δίχως ήλιο κι ουρανό
Γιε μου, τον καημό μου συλλογίσου
γύρνα σπίτι να γλυκάνω την πληγή σου
γιε μου, γιε μου, πως πονώ
Γιε μου, είν' οι άνθρωποι απάνθρωποι, καλέ μου
οι αρχόντοι είν' εμπόροι του πολέμου
και γελούν όταν το δάκρυ μας κυλά
Γιε μου, μην πιστεύεις σε κανέναν, ακριβέ μου
ως κι οι φίλοι σου χαρήκανε, Θεέ μου
που 'χεις πέσει τώρα τόσο χαμηλά
mon fils, mon fils
Mon fils, ma douleur est insupportable, mon chéri
comme une feuille d’automne dans le vent, de te voir
dans la vie, comme pourchassé, à errer
Mon fils, tu n'as pas écouté ton pauvre père
jour après jour, un peu plus dans la dérive
tu n’as que vingt ans et pourtant déjà vieux
Mon fils, qu'est-ce que t'attends, dis-moi
sur une route boueuse
tu seras toujours comme un arbre déraciné
sans destin, sans soleil et ciel
Mon fils, pense à mon chagrin
reviens à la maison que j’apaise ta blessure
mon fils, mon fils, que j'ai mal
Mon fils, les gens sont inhumains, mon chéri
les premiers de rang sont les marchands de la guerre
et ils rient à voir nos larmes couler
Mon fils, ne crois en personne, mon très cher
même tes amis se sont réjouis, mon Dieu,
que tu sois maintenant tombé si bas