Ξένος εδώ, ξένος εκεί
Ξένος ἐδῶ, ξένος ἐκεῖ,
ὅπου κι ἄν πάγω ξένος,
ἄν πάγω1
καί στή μάνα μου,
παραβαρῶ2
ὁ καημένος.
Θά πάρω ἕναν ἀνήφορο,
νά βγῶ σέ κορφοβούνι,
ἄχ, νά βρῶ κλαράκι φουντωτό,
ὤχ καί ριζιμιό3
λιθάρι,
(νά βρῶ καί μιά κρυόβρυση,
στόν ἴσκιο της νά κάτσω)
ἄχ, νά πῶ τά μαῦρα ντέρτια μου
(καί τά παράπονά μου)
Τραγούδια ἄν ἔχει ἡ μαύρη γῆς
κι ὁ τάφος χαμογέλια,
ἔχει καί μένα ἡ καρδιά,
πού βρίσκομαι στά ξένα.