Τα «αναστάσιμα ευλογητάρια» είναι τροπάρια που ψάλλονται κατά τον Όρθρο της Ορθόδοξης λειτουργίας της Κυριακής και το απόγευμα της Μεγάλης Παρασκευής, λίγο πριν την περιφορά του Επιταφίου καθώς και στον Όρθρο του Μεγάλου Σαββάτου. Η γραφή τους χρονολογείται από τον 11ο αιώνα και αναφέρεται στην αναγγελία της Ανάστασης του Κυρίου στις μυροφόρες γυναίκες που θρηνούσαν στον Τάφο του Ιησού. Το σύνολο πήρε το όνομά του «ευλογητάρια» από τον 12ο στίχο «Εὐλογητὸς εἶ, Κύριε», του 118ου ψαλμού του Δαβίδ, τον λεγόμενο «του αμώμου που εισάγει τα 4 πρώτα ευλογητάρια.
Αναστάσιμα Ευλογητάρια
Εὐλογητὸς εἶ, Κύριε, δίδαξόν με τὰ δικαιώματά σου.
Τῶν Ἀγγέλων ὁ δῆμος, κατεπλάγη ὁρῶν σε,
ἐν νεκροῖς λογισθέντα,
τοῦ θανάτου δὲ Σωτήρ, τὴν ἰσχὺν καθελόντα,
καὶ σὺν ἑαυτῷ τὸν Ἀδὰμ ἐγείραντα,
καὶ ἐξ ᾍδου πάντας ἐλευθερώσαντα.
Εὐλογητὸς εἶ, Κύριε, δίδαξόν με τὰ δικαιώματά σου.
Τί τὰ μύρα, συμπαθῶς τοῖς δάκρυσιν,
ὦ Μαθήτριαι κιρνᾶτε;
ὁ ἀστράπτων ἐν τῷ τάφῳ Ἄγγελος,
προσεφθέγγετο ταῖς Μυροφόροις.
Ἴδετε ὑμεῖς τὸν τάφον καὶ ᾔσθητε·
ὁ Σωτὴρ γὰρ ἐξανέστη τοῦ μνήματος.
Εὐλογητὸς εἶ, Κύριε, δίδαξόν με τὰ δικαιώματά σου.
Λίαν πρωΐ, Μυροφόροι ἔδραμον,
πρὸς τὸ μνῆμά σου θρηνολογοῦσαι·
ἀλλ’ ἐπέστη, πρὸς αὐτὰς ὁ Ἄγγελος, καὶ εἶπε·
θρήνου ὁ καιρὸς πέπαυται, μὴ κλαίετε,
τὴν Ἀνάστασιν δέ, Ἀποστόλοις εἴπατε.
Εὐλογητὸς εἶ, Κύριε, δίδαξόν με τὰ δικαιώματά σου.
Μυροφόροι γυναῖκες, μετὰ μύρων ἐλθοῦσαι,
πρὸς τὸ μνῆμά σου, Σῶτερ, ἐνηχοῦντο
αγγέλου τρανῶς πρὸς αὐτὰς φθεγγομένου·
Τί μετὰ νεκρῶν, τὸν ζῶντα λογίζεσθε;
ὡς Θεὸς γάρ, ἐξανέστη τοῦ μνήματος.
Δόξα Πατρὶ καὶ Υἱῷ καὶ Ἁγίῳ Πνεύματι.
Τριαδικὸν
Προσκυνοῦμεν Πατέρα, καὶ τὸν τούτου Υἱόν τε, καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα,
τὴν Ἁγίαν Τριάδα, ἐν μιᾷ τῇ οὐσίᾳ,
σὺν τοῖς Σεραφείμ, κράζοντες τό· Ἅγιος, Ἅγιος,
Ἅγιος εἶ, Κύριε.
καὶ νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Θεοτοκίον
Ζωοδότην τεκοῦσα, ἐλυτρώσω Παρθένε, τὸν Ἀδὰμ ἁμαρτίας,
χαρμονὴν δὲ τῇ Εὔᾳ, ἀντὶ λύπης παρέσχες,
ῥεύσαντα ζωῆς, ἴθυνε πρὸς ταύτην δέ,
ὁ ἐκ σοῦ σαρκωθείς Θεὸς καὶ ἄνθρωπος.
Αλληλούϊα, Αλληλούϊα, Αλληλούϊα. Δόξα σοι ο Θεός [×3]
Τα «αναστάσιμα ευλογητάρια» είναι τροπάρια που ψάλλονται κατά τον Όρθρο της Ορθόδοξης λειτουργίας της Κυριακής και το απόγευμα της Μεγάλης Παρασκευής, λίγο πριν την περιφορά του Επιταφίου καθώς και στον Όρθρο του Μεγάλου Σαββάτου. Η γραφή τους χρονολογείται από τον 11ο αιώνα και αναφέρεται στην αναγγελία της Ανάστασης του Κυρίου στις μυροφόρες γυναίκες που θρηνούσαν στον Τάφο του Ιησού. Το σύνολο πήρε το όνομά του «ευλογητάρια» από τον 12ο στίχο «Εὐλογητὸς εἶ, Κύριε», του 118ου ψαλμού του Δαβίδ, τον λεγόμενο «του αμώμου που εισάγει τα 4 πρώτα ευλογητάρια. Τα ευλογητάρια ψάλλονται συνήθως με τον ήχο πλάγιο του Α, ή 5ου ήχου, της βυζαντινής μουσικής. Ψάλλονται σε κανονικό ρυθμό τις Κυριακές ακολουθώντας συνήθως τη μελοποίηση Θεόδωρου Παπαπαράσχου του Φωκαέα (1790-1851), ενώ ακούγονται σε πολύ πιο αργό ρυθμό κατά τον Όρθρο του Μεγάλου Σαββάτου ακολουθώντας τη γραφή του Πέτρου Λαμπαδαρίου (1730-1777).