Word class
Verb transitivity
transitive
Quelq'un ou quelque chose produit de la satisfaction ou du plaisir.
Usage examples
- αυτός δεν ευχαριστιέται με τίποτα ► rien ne peut le satisfaire (il ne se satisfait avec rien)
- πολύ μ' ευχαριστεί η βραδυνή βόλτα στο λιμάνι ► la promenade du soir au port me plaît beaucoup
- πολύ το ευχαριστήθηκα που έχασε τον αγώνα ο Ολυμπιακός ► Je me suis beaucoup amusé de la défaite d'Olympiakos (qu'Olympiakos perde le match)
Synonyms
ικανοποιώ
απολαμβάνω
χαίρομαι
Antonyms
δυσαρεστώ
Parent word