Ο Αθανάσιος Χριστόπουλος μας παρέχει με το Σύντροφοι ένα τρυφερό και συνάμα ειρωνικό ποίημα, ένα διάλογο με τον Έρωτα και το Χρόνο.
Σύντροφοι
Χθὲς τὸ βράδι βυθισμένος
εἰς τὸν ὕπνον τὸν γλυκόν,
εἶδα ὅλος τρομαγμένος
ἕνα ὄνειρον κακόν.
Εἰς βουνὸν ἐγὼ κι ὁ Ἔρως
κι ἡ ἀγάπη μου μαζὶ
κι ὁ Καιρός, ὁ πάντα γέρος,
ἀνεβαίναμεν πεζοί.
Ἡ ἀγάπη σταματοῦσε
εἰς τὸν δρόμον τὸν σκληρὸν
καὶ ὁ Ἔρωτας περνοῦσε
βιαστικὰ μὲ τὸν Καιρόν.
Στάσου, λέγω, Ἔρωτά μου·
τόση βία διατί;
Ἡ καλὴ συντρόφισσά μου,
ἡ ἀγάπη, δὲν κρατεῖ.
Τότε βλέπω καὶ τινάζουν
καὶ οἱ δυό τους τὰ φτερὰ
καὶ τὸν δρόμον τους ἀλλάζουν
καὶ πετοῦν στ’ ἀριστερά.
Ἀπελπίζομαι, τρομάζω,
τὸ κατόπι πηλαλῶ:
Ποῦ, ὦ Ἔρωτα, φωνάζω,
ποῦ πετᾶς, παρακαλῶ;
Τότ’ ὁ ἄστατος γυρίζει
καὶ μὲ λέγει τὸ παρόν:
«Φίλ’ ὁ Ἔρωτας συνηθίζει
νὰ πετάει μὲ τὸν καιρόν»!
Πρωτοπόρος στη χρήση της δημοτικής στη νέα ελληνική ποίηση, ο Αθανάσιος Χριστόπουλος μας παρέχει με το Σύντροφοι ένα τρυφερό και συνάμα ειρωνικό ποίημα παρότι ο διάλογος με τον Έρωτα και το Χρόνο είναι σκληρός και ασυμβίβαστος. Η συλλογή Λυρικά, στην οποία εντάσεται το παρόν ποίημα, έλαχε πολλαπλών εκδόσεων από τα πρώτα χρόνια κυκλοφορίας που την καθήστησαν μπεστ σέλερ της εποχής της.
Αθανάσιος Χριστόπουλος, Λυρικά. Βιέννη, 1811.