Πώς χτήστηκε η Αγιά-Σοφιά
Μιά φορά κι έναν καιρό, στους περαζόμενους καιρούς που οι Έλληνες ορίζαν, o θεοφοβούμενος βασιλιάς της Κωνσταντινούπολης απεφάσισε να κτίσει την Αγιά Σοφιά, μιά βασιλική εκκλησία γιά να δοξάζεται η Σοφία του Θεού. Κανένας αρχιτέκτονας όμως δεν κατάφερε να του παρουσιάσει ένα πρότυπο να το παραδεχθεί, να του αρέσει και να τον μαγεύει.
Κάποτε ο βασιλιάς επήγε με προθυμία να προσκυνήσει στην εκκλησία. Εκεί που θελά λάβει το αντίδωρο απ' το χέρι του Πατριάρχη, να που το αντίδωρο έπεσε χαμαί. Ο βασιλιάς έσκυψε να το πάρει, αλλά δεν το βρήκε. Ορθώθηκε και σηκώνοντας τα μάτια, είδε μία μέλισσα με το αντίδωρο στο στόμα να φεύγει από το ανοιχτό παράθυρο του ιερού.
Ο βασιλιάς εφοβήθηκε μη μαγαρισθεί αυτό το διαβασμένο αντίδωρο και διέταξε τους κήρυκες να προαναγγέλλουν σε όλα τα μέρη του βασιλείου του αυτήν την διαταγήν : «Όλοι οι μελισσοκόμοι και όσοι έχουν κυψέλες να τρυγίσουν το μέλι και να τις αδειάσουν, για να βρεθεί το πεσμένο αντίδωρο που έκλεψε η μέλισσα!»
Κανείς μέσα σε όλο το βασίλειο, απ' την Ανατολή στη Δύση, δεν έτυχε να βρει το πεσμένο αντίδωρο του Πατριάρχη... Και να που όμως, μόνο ένας γνωστός και σεβαστός πρωτομάστορας απ' την Μικρά Ασία, ανοίγοντας τις κυψέλες του ευρήκε σε μίαν απ' αυτές αντί τις κερήθρες, μία θαυμάσια εκκλησία, ανασκαλισμένη στο κερί από τις χτιστομέλισσσες. Και πάνω στην Αγία Τράπεζα αυτής της κατάλευκης κερένιας εκκλησίας, που σαν μαργαριτάρι ήταν ολοκαίνουργια και ανέγγιχτη, ήταν το βασιλικό αντίδωρο του Πατριάρχη...
Ο πρωτομάστορας σηκώθηκε λοιπόν να μεταφέρει στην Πόλιν το θαυματουργό αυτό πρότυπο. Δρόμο πήρε δρόμο άφησε, επέρασε και τη θάλασσα να πάγει στην Πόλη. Όταν πιά έφθασε έστησε μπρος στα πόδια του βασιλιά το κερένιο μικροκκλήσι με το αντίδωρο που περίμεναν όλοι. Μεγάλο θαύμα και να χαρά γιά τον βασιλιά!
Και έτσι λοιπόν, με αυτό το πρότυπο, με την αρχιτεκτονική ευμορφιά του, την φωτόλουστη λεπτότητα του, ο πρωτομάστορας απ' την Μικρά Ασία, με την προστασία του ενθουσιασμένου και έκθαμβου βασιλιά, έκτισε με σεβασμό την μεγάλην βασιλικήν εκκλησίαν, υψωμένη στη δόξα της Θεϊκής Σοφίας, την Αγιά Σοφιά, το Μέγα Μοναστήρι, με τετρακόσια σύμανδρα κι εξήντα δυο καμπάνες, κάθε καμπάνα και παπάς, κάθε παπάς και διάκος...
Της γιαγιάς μου Καλούδας παραμύθι, απ' το Μικρόν Αίμον, τις Σαραντακκλησιές, το Σαμμακόβι, τη Βιζύην, εκεί στην μακρινήν της Θράκην.