[i] [center] [b][u]Του Χρήστου Μηλιώνη
[/u][/b]
Τρία πουλάκια κάθονταν σ΄την ράχην σ΄το λημέρι,
τό΄να τηράει τον Αρμυρόν, τ΄άλλο κατά τον Βάλτον,
το τρίτον το καλύτερον μοιριολογάει και λέγει :
- « Κύριε μου, τι εγίνηκεν ο Χρήστος ο Μηλιόνης ;
Ουδέ σ΄τον Βάλτον φάνηκεν, ουδέ σ΄την Κρύαβρύσιν. »
.
- « Μας είπαν, πέρα πέρασε, κ’ επήγε προς την Άρτα,
κ' επήρε σκλάβον τον Κατήν, μαζί με δύο Αγάδαις. »
Κι' ο Μουσελίμης τ' άκουσε, βαρεά του κακοφάνη,
Το Μαυρομάτην έκραξε και το Μουχτάρ Κλεισούραν.
- «Εσείς, αν θέλετε ψωμί, αν θέλετε πρωτάτα,
τον Χρήστον να σκοτώσετε, τον καπετάν Μηλιόνην.
Τούτο προστάζει ο βασιλεάς και έστειλε φερμάνι.»
Παρασκευή ξημέρωνε, ποτέ να μ΄είχε φέξη!
Κ' ο Σουλεϊμάνης στάλθηκε να πάγη να τον εύρη.
Στον Αρμυρό τον έφθασε κ' ως φίλοι φιληθήκαν.
Ολονυκτίς επίνανε όσον να ξημερώση.
Και όταν έφεξε η αυγή πέρασαν σ΄τα λημέρια.
Κι' ο Σουλεϊμάνης φώναξε του καπετάν Μηλιόνη,
- « Χρήστο, σε θέλ΄ο βασιλεάς, σε θέλουν κ' οι αγάδες. »
- « Όσον ο Χρήστος ζωντανός, Τούρκους δεν προσκυνάει. »
Με τα τουφέκια έτρεξαν ο ένας προς τον άλλον.
Φωτιάν εδώσαν σ΄τηn φωτιάν, κ’έπεσαν εις τον τόπον.
(Tel que publié en 1824, à Paris, par Claude Fauriel, « Chants populaires de la Grèce moderne »).
[/center] [/i]