[i][center] [b][u]Οι ασάλευτες κυρίες των επαρχιών.[/u][/b]
Βρίσκω στις επαρχίες που τριγυρίζω
κάποιες κυρίες θλιμμένες και χλώμες,
που ζούνε πάντα σ΄ένα χάος γκρίζο
γεμάτο πλήξη, ανία και τιμές.
Στα σκοτεινά σαλόνια που κινούνται
Σαν τις ψυχές στον Άδη, έτσι θαρρώ.
Έρχονται οι ξένοι, μάταια συγκινούνται
Και προσφέρουν το χέρι τους το αβρό.
Πόσα χεράκια τέτοια έχω φιλήσει !
ήτανε κρύα, παγωμένα, νεκρικά,
σάμπως να τά΄χε ο θάνατος αγγίσει
μάταια κι αυτός και δοκιμαστικά.
Στις πληχτικές εκείνες ατμοσφαίρες
του κάκου οι ερωτικοί χτυπούν παλμοί,
ζωντανεύουν σα φίδια οι χρυσές βέρες
και πνίγουν της καρδιάς όποια ορμή !
Οι σύζυγοι αυστηρή εθιμοτυπία
κρατούν μαζί τους και τις απατούν.
Κάπου κάπου ξεσπά η ζηλοτυπία
μα συγνώμη αυτές πρώτες ζητούν.
Παιδιά δεν έχουν. Στείρες ή είχαν ένα
και πέθανε μικρό από ιλαρά.
Φυλάν λίγα μαλλάκια του κρυμμένα,
Τα βλέπουνε και κλαιν κάθε φορά.
Στη μουσική ζητούν παραμυθία
και στ΄αυτόρμητα δάκρυα που και που.
Ά, ναι ! Πολλές ιδρύουν και σωματεία
θρησκευτικού ή κοινονικού σκοπού.
Παράξενα που με κοιτούν τον πλάνο
οι ασάλευτες κυρίες των επαρχιών !
Μόλις φύγω καθίζουνε στο πιάνο
να γεμίσουν το χάος των καρδιών.
Μα τίποτε ποτέ δε θα γεμίση
της ζωής τους το απέραντο κενό ...
Πόσες τέτοιες κυρίες έχω γνωρίσει.
Με θυμούνται ; Καμιά δε λησμωνώ.
[/center][/i]