Skip to main content

Ο Κωσταντίνος ο μικρός, ο Αλέξης ανδρειωμένος και και το μικρό Βλαχόπουλον, ακριτικό.

Profile picture for user
Submitted by Θωμάς Δ Ευθυμίου on

[b][i][u][center] Ο Κωσταντίνος ο μικρός, ο Αλέξης ο ανδρειωμένος και και το μικρό Βλαχόπουλο [/center][/u][/i][/b]

[i][center] Ο Κωσταντίνος ο μικρός κι' ο Αλέξης ανδρειωμένος,
και το μικρό Βλαχόπουλον, ο καστροπολεμίτης,
αντάμα τρων και πίνουσι και γλυκοκουβεντιάζουν,
κι' αντάμ΄έχουν τους μαύρους των 'σ΄τον πλάτανο δεμένους.

Του Κώστα τρώγει τα σίδερα, του Αλέξη τα λιθάρια,
και του μικρού Βλαχόπουλου τα δένδρα ξερριζώνει.
Κ' εκεί που τρώγαν κ' έπιναν και που χαροκοπούσαν,
πουλάκι πήγε καθησε δεξιά μεριά σ΄την τάβλα.
Δεν κελάϊδούσε σαν πουλί, ούτε και σαν αηδόνι,
μόν' ελαλούσε κ' έλεγεν αθρωπινή κουβέντα.

"Εσείς τρώτε και πίνετε και λιανοτραγουδάτε,
και πίσω σας κουρσεύουσι Σαρακηνοί κουρσάροι.
Πήραν του Αλέξη τα παιδιά, του Κώστα την γυναίκα,
και του μικρού Βλαχόπουλου την αρραβωνιασμένην."

Ώς πού να στρώση ο Κωσταντής και να σελλώση ο Αλέξης,
ευρέθη το Βλαχόπουλο σ΄τον μαύρον καβαλλάρης.

"Για σύρε συ Βλαχόπουλο σ΄τη βίγλα να βιγλίσης,
αν είν' πενήντα κι εκατό χύσου μακέλλευσέ τους,
κι' αν είναι περισσότεροι, γύρισε μίλησε μας."

Επήγε το Βλαχόπουλο στη βίγλα να βιγλίση.
Βλέπει Τουρκιά Σαρακηνους κι' Αράπηδες κουρσάρους,
τα πλάγια κοκκινίζαν.
Ήρχισε και διαμετράε, διαμετρημούς δεν είχαν.
Να πάγη πίσω ντρέπεται, να πάγη εμπρός φοβάται.
Σκύβει φιλεί τον μαύρον του, στέκει και τον ρωτάει,
"Δύνασαι, μαύρε μ', δύνασαι σ΄το αίμα για να πλέυσης;
-Δύνομαι, αυθέντη, δύνομαι σ΄το αίμα για να πλέυσω,
κι' όσους θα κόψη το σπαθί τόσους θενά πατήσω.
Μόν' δέσε το κεφάλι σου μ' ένα χρυσό μανδήλι,
μην τύχη λάκκος και ρηχθώ και πέσης απ' την ζάλη.

-Σαΐττες μου αλεξανδριανες, καμιά να μη λυγίση,
και συ σπαθί μου δαμισκί, να μην αποστομώσης.
Βόηθα μ', ευχή της μάννας μου και του γονιού μου βλόγια,
ευχή του πρώτου μ' αδελφού, ευχή και του στερνού μου.
Μαύρε μου, άιντε πα νά μπουμε, κι' όπου ο Θεός τα βγάλη!"

Σ΄τα έμπα του εμπήκε σαν αετός, σ΄τα ξέβγα σαν πετρίτης,
σ΄τα έμπα του χίλιους έκοψε, σ΄τα ξέβγα δυο χιλιάδες,
και σ΄το καλό το γύρισμα κανέναν δεν αφήνει.

Πήρε τ' Αλέξη τα παιδιά, του Κώστα τη γυναίκα,
και το μικρού Βλαχόπουλου την αρραβωνιασμένη.
Προσγονατίζει ο μαύρος του και πίσω του τους παίρνει.

Στοn δρόμον όπου πήγαινε σέρνει φωνή περίσσα.
"Πού΄σαι αδελφέ μου Κωσταντά κι' Αλέξη ανδρειωμένε;
αν είσθε εμπρός μου φύγετε και πίσω μου κρυφθήτε,
τι θόλωσαν τα μάτια μου, μπροστά μου δεν σας βλέπω,
και το σπαθί μου ερράγισε, κόβοντας τα κεφάλια,
κι' ο μαύρος λιγοκάρδισε πατώντας τα κουφάρια."
[/center][/i]

0
0
No votes have been submitted yet.