Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Επιτάφιος, απόσπασμα, Γιάννη Ρίτσου. Epitaphe, extrait, de Yannis Ritsos.

Profile picture for user efthymiouthomas
Submitted by efthymiouthomas on

[i][center][b][u]Eπιτάφιος (ἀποσπάσμα)[/u][/b]

(Θεσσαλονίκη. Μάης τοῦ 1936. Μιὰ μάνα, καταμεσὶς τοῦ δρόμου, μοιρολογάει τὸ σκοτωμένο παιδί της. Γύρω της καὶ πάνω της, βουΐζουν καὶ σπάζουν τὰ κύματα τῶν διαδηλωτῶν - τῶν ἀπεργῶν καπνεργατῶν. Ἐκείνη συνεχίζει τὸ θρῆνο της):

Γιέ μου, σπλάχνο τῶν σπλάχνων μου, καρδούλα τῆς καρδιᾶς μου,
πουλάκι τῆς φτωχιᾶς αὐλῆς, ἀνθὲ τῆς ἐρημιᾶς μου,

πῶς κλείσαν τὰ ματάκια σου καὶ δὲ θωρεῖς ποὺ κλαίω
καὶ δὲ σαλεύεις, δὲ γρικᾷς τὰ ποὺ πικρὰ σοῦ λέω ;

Γιόκα μου, ἐσὺ ποὺ γιάτρευες κάθε παράπονό μου,
Ποὺ μάντευες τί πέρναγα κάτου ἀπ᾿ τὸ τσίνορό μου,

τώρα δὲ μὲ παρηγορᾶς καὶ δὲ μοῦ βγάζεις ἄχνα
καὶ δὲ μαντεύεις τὶς πληγὲς ποὺ τρῶνε μου τὰ σπλάχνα ;

Πουλί μου, ἐσὺ ποὺ μοῦ ῾φερνες νεράκι στὴν παλάμη
πῶς δὲ θωρεῖς ποὺ δέρνουμαι καὶ τρέμω σὰν καλάμι ;

Στὴ στράτα ἐδῶ καταμεσὶς τ᾿ ἄσπρα μαλλιά μου λύνω
καὶ σοῦ σκεπάζω τῆς μορφῆς τὸ μαραμένο κρίνο.

Φιλῶ τὸ παγωμένο σου χειλάκι ποὺ σωπαίνει
κι εἶναι σὰ νὰ μοῦ θύμωσε καὶ σφαλιγμένο μένει.

Δὲ μοῦ μιλεῖς κι ἡ δόλια ἐγὼ τὸν κόρφο δές, ἀνοίγω
καὶ στὰ βυζιὰ ποὺ βύζαξες τὰ νύχια, γιέ μου μπήγω.[/center][/i]

[b][u][center][i]Épitaphe (extrait)[/i][/center][/u][/b]

[i](Thessalonique, en mai 1936. Une mère, au milieu de la route se lamente sur son enfant tué. Autour et au-dessus, ronflent et se brisent les vagues des manifestants, ouvriers du tabac en grève. Elle, elle continue sa lamentation.)[/i]

[i][center]Mon fils, entraille de mes entrailles, petit coeur de mon cœur,
Petit oiseau de pauvre cour , fleur de ma solitude,

Comment tes yeux se sont-ils fermés et tu ne vois que je pleure
Et tu ne bouges, et tu n'entends l'amertume que je te crie ?

Mon petit, toi qui guérissait chacune de mes plaintes
Et qui devinais ce qui filtrait sous mes cils,

Tu ne me consoles plus maintenant, et ne me dis mot
Ne devines-tu pas les plaies qui rongent mes entrailles?

Mon oiseau, toi qui m'apportais de l'eau dans ta paume
Comment ne vois-tu pas que je me meurtris et tremble comme le roseau ?

Ici, au mitan de la route, je dénoue mes cheveux blancs
Et en couvre ta figure de lys défleuri.

Je baise ta lèvre gelée devenue silencieuse
Qui est comme fâchée c ontre moi et reste close.

Tu ne me parles plus et moi, malheureuse, vois, je découvre mes seins
Et dans les mamelles que tu tétas, j'enfonce mes ongles.[/center][/i]

0
0
No votes have been submitted yet.