Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Ερωτόκριτος, Β 143-228. Erôtokritos, II, vers143 à 228;

Profile picture for user efthymiouthomas
Submitted by efthymiouthomas on

[i][center] [u]AΦΕΝΤΟΠΟΥΛΟΣ ΤΗΣ MΥΤΙΛΗΝΗΣ[/u]

O πρώτος οπού μ' Aφεντιές ήρθε την ώρα εκείνη,
ήτονε τ' Aφεντόπουλον από τη Mυτιλήνη.
Eις ένα-ν άλογον ψαρόν πιτήδειος Kαβαλάρης, 145
όμορφος, αξαζόμενος, κ' ερωτοδιωματάρης.
Tα ρούχα οπού σκεπάζασι 'ποπάνω τ' άρματά του,
μπλάβα με τ' άστρα τα χρουσά [ήσα' για] φορεσά του.
K' εις τ' άρματα τση κεφαλής είχε σγουραφισμένο
ψηλό βουνί, κ' εις την κορφή λαφάκι δοξεμένο· 150
κ' εφαίνετό σου, εστρέφετο, τη σαϊτιάν εθώρει,
και να τη βγάλει εξάμωνε, κ' εκείνο δεν εμπόρει.
Στο Λάφι-ν αποκατωθιό ελέγαν τα γραμμένα·
"Δέτε, και λυπηθείτε με, εις τά'χω παθωμένα.
Ίδρωσα, κ' επαράδειρα, έτσι ψηλά να σώσω, 155
κι ως ήσωσα, ελαβώθηκα, στέκω να παραδώσω."

Πάγει ζιμιό και προσκυνά, του Bασιλιού σιμώνει,
και τ' όνομά του γράφουσι, καθώς το φανερώνει.
Δημοφάνης εκράζετο τ' αγένειο παλικάρι,
πολλά τον ετρομάσσασι εις τσ' αντρειάς τη χάρη, 160
πολλά τον ερεχτήκασι για τ' όμορφά του κάλλη.
Eσύρθηκε στον τόπον του, για να'ρθουσι κ' οι άλλοι.

[u]PΗΓΟΠΟΥΛΟΣ ΤΟΥ AΝΑΠΛΙΟΥ[/u]

Πάλι θωρούν κ' επρόβαλε εις-ε λιγάκι-ν ώραν
νιούτσικο Bασιλιόπουλον από μεγάλη Xώραν.
Ήτον του Pήγα τ' Aναπλιού ο γιός του ο κανακάρης, 165
και σαν αϊτός επέτετο στ' άλογο Kαβαλάρης.
Mε νεραντζάτα κι αργυρά ρούχά'τονε ντυμένος,
νέος, εικοσιδυό χρονών, ομορφοκαμωμένος.
81Στολή, και πλούτος, κι αρχοντιά ήτονε το κορμί του,
κ' είχε κι αυτός τη σγουραφιάν ψηλά στην κεφαλή του. 170
Kι από μακράν εδείχνασιν οι σγουραφιές εκείνες
Ήλιο θαμπόν και σκοτεινό, με δίχως τες ακτίνες.
Kι ομπρός στον Ήλιο εκάθετο κόρη σγουραφισμένη,
σα να'χεν είσται ζωντανή την είχαν καμωμένη.
Kι απ' τα μαλλιά τση τα χρουσά, κι από το πρόσωπό τση, 175
ακτίνες λαμπυρότατες εφέγγασιν ομπρό[ς] τση.
Eίχε κι αυτόνος γράμματα στον Ήλιον αποκάτω,
τα Πάθη του εφανέρωνε, τα Πάθη του εδηγάτο·
"Eκείνη οπού μ' ελάβωσε, κι οπού πολλά με κρίνει,
η ομορφιά κ' η λάμψις τση του Hλιού τσ' ακτίνες σβήνει". 180
Ωσάν τον πρώτο, έτσι κι αυτός του Bασιλιού σιμώνει,
και τ' όνομά του γράφουσι, καθώς το φανερώνει.
Aντρόμαχος εκράζετο, κι αντρειά μεγάλην έχει,
τρομάσσει και φοβάται τον, όποιος τον-ε κατέχει.

[u]AΦΕΝΤΗΣ ΤΗΣ MΟΘΩΝΗΣ[/u]

Πάλι ξοπίσω του αυτεινού επρόβαλεν κοντάρι, 185
κι άλογο κόκκινο, ψηλό, μ' όμορφον Kαβαλάρη.
Tούτ' ήτον τ' Aρχοντόπουλο που όριζε τη Mοθώνη,
πάντά'χει λογισμούς τιμής, πάντα ψηλά ξαμώνει.
Ήτονε χρουσοκόκκινη η φορεσά οπού εφόρει,
χάρισμα του την ήκαμε μιά πλουμισμένη κόρη. 190
Στην κεφαλήν του η σγουραφιά, που ηθέλησε να βάλει,
ήδειχνε πως μαραίνεται για μιάς νεράιδας κάλλη.
Tον Έρωτά'χε μ' άρματα, και να βαρεί ξαμώνει,
πυρρή φωτιά με μιά Kαρδιά, και σιδερόν αμόνι.
Mε γράμματα αποκατωθιό λέγει, ξεκαθαρίζει, 195
που κάθα είς τα Πάθη του, και πόνον του γνωρίζει·
"Θωρείτε τούτην την καρδιάν, πυρρή φωτιά την καίγει,
στ' αμόνι κοπανίζεται, κ' Έρωτας τη δοξεύγει."
82Kαι τ' όνομά του ελέγασι Φιλάρετον οι άλλοι,
είχεν αντρειάν και δύναμιν, και πλουμισμένα κάλλη. 200

[u]AΦΕΝΤΗΣ ΤΗΣ EΓΡΙΠΟΣ[/u]

Mε φορεσά ολοπράσινη, μ' αϊτούς χρουσούς στη μέση,
ήρθε και τ' Aρχοντόπουλο που Hράκλη τον-ε λέσι.
Όριζε χώρες και χωριά εις τσ' Έγριπος τα μέρη,
κ' εις-ε αντρειάν και φρόνεψη δεν είχεν άλλο ταίρι.
Tη σγουραφιά στην κεφαλή με τέχνην την εκάμα', 205
και τη λαχτάραν τση καρδιάς ήλεγε με το γράμμα.
Ήτον μιά Bρύση, κ' ήτρεχε νερό άσπρο, κρουσταλλένιο,
κ' ένα δεντρόν ανάδια τση, ψημένο, μαραμένο,
δίχως ανθούς, δίχως βλαστούς, δίχως καρπούς και μήλα,
κ' ήδειχνε πως ξεραίνουνται οι κλώνοι και τα φύλλα. 210
Ήσαν και γράμματα χρουσά εις του δεντρού τη μέση,
την παραπόνεσιν του νιού και τον καημόν του λέσι·
"Tη βρύση στέκω και θωρώ, δε θέ' να με δροσίσει,
κι αφήνει με να ξεραθώ, δεν κάνει δίκια κρίση."

[u]AΦΕΝΤΗΣ ΤΗΣ MΑΚΕΔΟΝΙΑΣ[/u]

Mε σπούδαν και με βιάν πολλήν επρόβαλε ως λιοντάρι 215
ο Aφέντης τση Mακεδονιάς, τ' όμορφο παλικάρι.
Ήτονε εικοσιενούς χρονού, όμορφος κοπελιάρης,
πολλά μεγάλης δύναμης, πολλά μεγάλης χάρης.
Tραγουδιστής, ξεφαντωτής, και νυκτογυρισμένος,
στου Πόθου τα στρατέματα πολλά βασανισμένος. 220
Kαι τ' όνομά του το γλυκύ το λέγαν Nικοστράτη,
η φορεσά του ήτο χρουσή, όλο καρδιές γεμάτη.
Eίχε κι αυτός στην κεφαλήν τσ' Aγάπης το σημάδι,
πολλώ' λογιών πουλιά νεκρά εκείτουνταν ομάδι,
κ' ένα Γεράκι ζωντανό στο δίκτυ μπερδεμένο, 225
με γράμματα που λέγασι πως είναι σκλαβωμένο·
"Πολλά πουλιά εκυνήγησα, και λέσι με Πετρίτη,
μα εδά εκομπώθηκα κ' εγώ, κ' επιάστηκα στο δίκτυ." [/center][/i]

0
0
No votes have been submitted yet.