[i][center]
Πίνοντας ήλιο κορινθιακό
Διαβάζοντας όλα τα μάρμαρα
Δρασκελίζοντας αμπέλια θάλασσες
Σημαδεύοντας με το καμάκι
Ένα τάμα ψάρι που γλιστρά
Βρήκα τα φύλλα που ο ψαλμός του ήλιου αποστηθίζει
Τη ζωντανή στεριά που ο πόθος χαίρεται
Ν’ ανοίγει.
Πίνω νερό κόβω καρπό
Χώνω το χέρι μου στις φυλλωσιές του ανέμου
Οι λεμονιές αρδεύουνε τη γύρη της καλοκαιριάς
Τα πράσινα πουλιά σκίζουν τα όνειρά μου
Φεύγω με μια ματιά
Ματιά πλατιά όπου ο κόσμος ξαναγίνεται
Όμορφος από την αρχή στα μέτρα της καρδιάς.
M'abreuvant du soleil corinthien,
Déchiffrant tous les marbres,
Passant par-dessus vignes et mers,
Visant avec le petit harpon
Un poisson, ex-voto qui coule,
J'ai trouvé les feuilles que psalmodie le soleil,
La vivante terre ferme dont le désir se réjouit
Qu'elle s'ouvre.
Je bois de l'eau, cueille le fruit,
J'enfonce ma main dans les feuillages du vent,
Des citronniers humectent le pollen du beau temps,
Les oiseaux verdelets éraflent mes rêves,
Je pars, avec une vision,
Vaste vision où le monde se refait,
Beau, depuis le début aux dimensions du cœur. [/center][/i]