Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Η βάβω η Τασιά, Μάρκου Αυγέρη (188461973) ποίημα, 1904. La vieille Tassia, poème de 1904 de Markos Avyéris.

Profile picture for user efthymiouthomas
Submitted by efthymiouthomas on

[i][center] [b][u]Η βάβω η Τασιά[/u][/b]
 
Σαν ήρθαν άμετροι οι οχτροί
το πήραν τ’ όμορφο καστρί·
έσυραν σκλάβους νιους και νιες,
πήραν κι ασήμνια θημωνιές.
 
Κι οχτρός το Γιάννο αποθυμά,
μα εκειός στο σπίτι πολεμά·
γυρω τριγύρω έχουν ερτεί
μ’ αυτός αλάργα τούς κρατεί.
 
Κοντά του η βάβω του η Τασιά,
βάνει καινούργια φορεσιά·
κ’ η νια γυναίκα του, η Μαρώ,
κάνει στο κόνισμα σταυρό·
 
και τ’ άστρι η κόρη του, η Αυγή,
σκυμμένη κάνει προσευκή.
Σα φόρεσε τη φορεσιά
του είπε η βάβω του, η Τασιά:
 
«-- Άκου, παιδί μου εσύ, Γιαννιά,
μη μας ντροπιάσεις τη γενιά.
Έχεις γυναίκα που είναι νια
κ’ έχεις κοπέλλα παρανιά·
 
δώσε σε μας μια μαχαιριά
κι ύστερα βάλε μας φωτιά·
και μες στην πρώτη την αυγή
πετάξου εσύ μες στη σφαγή!
 
«--Μάνα μου, δος μου την ευκή!»
«-- Μ’ όλη μου, γιε μου, την ψυχή,
αρκούδι νάβγεις το ταχύ.»
 
Κατάστηθα τη μαχαιριά
εδέχθηκ’ ύστερα η γριγιά·
κι η νια γυναίκα του, η Μαρώ,
τον άσπρο έδωκε λαιμό
κάτ’ απ’ τα ολόξανθα μαλλιά
κοντά στις δυο σειρές φλωριά.
 
Και μες στα χέρια η Αυγή κρατεί
την ολοδάκρυτη μορφή
και στη θερμή την προσευχή
έφυγ’ η άσπρη της ψυχή.
 
Κι εκεί που σφάχτηκ’ η Τασιά
γίνηκε ύστερα εκκλησιά.
Κι εκεί που σφάχτηκ’ η Μαρώ
σταίνουν οι νιοι κι οι νιές χορό.
Κι εκεί που πλάγιασ’ η Αυγή
πλήθος τα κρίνα έχουν βγει.
 
[b][u]La vieille Tassia[/u][/b]

Quand, innombrables, vinrent les ennemis
Ils forcèrent le beau castel.
Ils prirent pour esclaves garçons et filles,
Et emportèrent l'argenterie, par tas.

Et Yiannos, en mal d'ennemis,
Se bat dans la maison.
Autour, tout-autour sont-ils venus
Il les refoule au loin.

Près de lui, Tassia la grand-mère
Enfile un nouveau vêtement.
Marô, sa jeune épouse
Fait un signe de croix sur l'icône.

Et, son astre, sa fille Avyi (Aube)
Se prosterne et prie.
Ayant changé son vêtement
Sa grand-mère Tassia dit :

« -Entends, toi, Yiannos,
« Ne déshonore pas notre lignée.
« Tu as épouse jeune,
« Ta fille est bien petite,

« Poignarde nous d'un coup
« Puis brûle nous.
« Ensuite, au plus tôt de l'aube
« Cours au carnage.

« -Mère, donne-moi ta bénédiction.
« -De toute mon âme, mon fils,
« Et comme un jeune fauve sors au matin ! »

En pleine poitrine après cela
La vieille reçut le poignard.
Marô la jeune épouse
Tendit son cou blanc
Sous ses si blonds cheveux
Près des deux rangs de sequins.

Et entre ses mains, Aube retient
Son visage tout en larmes
Et en sa brûlante prière
Son âme immaculée s'envola.

Là où fut égorgée Tassia
S'éleva plus tard une église.
Là où Marô fut égorgée
Jeunes gens et jeunes filles font la ronde.
Là où Aube s'est couchée
Par foules les lys ont poussé. [/center][/i]

0
0
No votes have been submitted yet.