[i][center] [b][u]Μούχρωμα[/u][/b]
Φυσάει τ’ αεράκι μ’ ανάλαφρη φόρα
και τες τριανταφυλλιές αργά σαλέβει·
στες καρδιές και στην πλάση βασιλέβει
Ρόδινο σούρουπο, ώρα μυροφόρα,
Χρυσή θυμητικών ονείρων ώρα
που η ψυχή τη γαλήνη προμαντέβει,
την αιώνια γαλήνη, και αγναντέβει
σα για στερνή φορά κάθε της γνώρα
αξέχαστη· ξανθές κρινοτραχήλες
αγάπες, γαλανά βασιλεμένα
μάτια ογρά και φιλιά και ανατριχίλες
και δάκρυα· πλάνα δώρα ζηλεμένα
της ζήσης που αχνοσβυέται και τελειώνει
σαν το θαμπό γιουλί που ολοένα λυώνει.
[b][u]Tombée du jour[/u][/b]
Le vent ténu souffle d'un léger élan
Et bouge doucement les rosiers;
Sur les cœurs et la création descend
Le crépuscule pourpre, l'heure parfumée,
Heure dorée des songes de souvenances,
Où l'âme pressent la sérénité,
L'éternelle sérénité, et elle contemple
Comme pour la dernière fois la conscience
Sans oubli; les fleurs ambrées à la longue tige
Des amours, des yeux bleus aux paupières alourdies,
Des yeux embués, et des baisers et des frissons
Et des larmes; dons trompeurs, enviés,
De la vie qui, floue, s'éteint et se termine
Comme la violette fanée qui peu à peu s'estompe. [/center][/i]