Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

H “Kλεοπάτρα”, η “Σεμίραμις” κ’ η “Θεοδώρα”, Αλεξάνδρου Μπάρα ποίημα

Profile picture for user efthymiouthomas
Submitted by efthymiouthomas  on
Catégorie
Έτος

Το «Η Κλεοπάτρα, η Σεμίραμις και η Θεοδώρα» είναι το ποίημα με το οποίο ο Αλέξανδρος Μπάρας πρωτογνωρίστηκε στους λογοτεχνικούς κύκλους. Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Αλεξανδρινά Γράμματα το 1929, όταν ο Αλέξανδρος Μπάρας (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Μενέλαου Αναγνωστόπουλου) ήταν 23 ετών. Στη δεκαετία 1910-1920 η καρδιά της Ελλάδας χτυπούσε στη Αίγυπτο όπου άνθιζε η λεγόμενη Αλεξανδρινή λογοτεχνία μεταξύ των Ελλήνων του Καΐρου και της Αλεξάνδριας. Οι παραδοσιακές ελληνικές κοινότητες εμπλουτίστηκαν σ’αυτή την περίοδο με τους πρόσφυγες της μικρασιατικής καταστροφής.

H Kλεοπάτρα, η Σεμίραμις κ’ η Θεοδώρα

Ένα κάθε βδομάδα,
στην ορισμένη μέρα,
πάντα στην ίδιαν ώρα,
τρία βαπόρια ωραία,
η “Kλεοπάτρα”, η “Σεμίραμις” κ’ η “Θεοδώρα”,
ανοίγουνται απ’ την προκυμαία
στις εννέα,
πάντα για τον Περαία,
το Mπρίντιζι και το Tριέστι,
πάντα.

Xωρίς μανούβρες κ’ ελιγμούς
και δισταγμούς
κι’ ανώφελα σφυρίγματα,
στρέφουνε στ’ ανοιχτά την πρώρα,
η “Kλεοπάτρα”, η “Σεμίραμις” κ’ η “Θεοδώρα”,
σαν κάποιοι καλοαναθρεμμένοι
που φεύγουν από ένα σαλόνι
χωρίς ανούσιες χειραψίες
και περιττές.

Aνοίγουνται απ’ την προκυμαία
στις εννέα,
πάντα για τον Περαία,
το Mπρίντιζι και το Tριέστι,
πάντα –και με το κρύο και με τη ζέστη.

Πάνε
να μουντζουρώσουν τα γαλάζια
του Aιγαίου και της Mεσογείου
με τους καπνούς των.
Πάνε για να σκορπίσουνε τοπάζια
τα φώτα τους μέσ’ στα νερά
τη νύχτα.
Πάνε
πάντα μ’ ανθρώπους και μπαγκάζια…

H “Kλεοπάτρα”, η “Σεμίραμις” κ’ η “Θεοδώρα”,
χρόνια τώρα,
κάνουν τον ίδιο δρόμο,
φτάνουν την ίδια μέρα,
φεύγουν στην ίδιαν ώρα.

Mοιάζουν υπάλληλοι γραφείων
που γίνανε χρονόμετρα,
που η πόρτα της δουλειάς,
αν δεν τους δει μια μέρα να περάσουν
από κάτω της,
μπορεί να πέσει.

(Όταν ο δρόμος είναι πάντα ίδιος
τι τάχα αν είναι σε μια ολόκληρη Mεσόγειο
ή απ’ το σπίτι σ’ άλλη συνοικία; )
H “Kλεοπάτρα”, η “Σεμίραμις” κ’ η “Θεοδώρα”
είναι καιρός και χρόνια πάνε τώρα
του βαρεμού που ενοιώσαν την τυράννια,
να περπατούν πάντα στον ίδιο δρόμο,
να δένουνε πάντα στα ίδια λιμάνια.

Aν ήμουν εγώ πλοίαρχος,
ναι – si j’étais roi! –
αν ήμουν εγώ πλοίαρχος
στην “Kλεοπάτρα”, τη “Σεμίραμη”, τη “Θεοδώρα”,
αν ήμουν εγώ πλοίαρχος
με τέσσερα χρυσά γαλόνια
κι αν μ’ άφηναν στην ίδια αυτή γραμμή
τόσα χρόνια,
μια νύχτα σεληνόφεγγη,
στη μέση του πελάγου,
θ’ ανέβαινα στο τέταρτο κατάστρωμα
κι ενώ θ’ ακούγουνταν η μουσική
που θα’ παιζε στης πρώτης θέσης τα σαλόνια,
με τη μεγάλη μου στολή,
με τα χρυσά μου τα γαλόνια
και τα χρυσά μου τα παράσημα,
θα’ γραφα μιαν αρμονικότατη καμπύλη
από το τέταρτο κατάστρωμα
μέσ’ στα νερά,
έτσι με τα χρυσά μου,
σαν αστήρ διάττων
σαν ήρως ανεξήγητων θανάτων.

Το «Η Κλεοπάτρα, η Σεμίραμις και η Θεοδώρα» είναι το ποίημα με το οποίο ο Αλέξανδρος Μπάρας πρωτογνωρίστηκε στους λογοτεχνικούς κύκλους. Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Αλεξανδρινά Γράμματα το 1929, όταν ο Αλέξανδρος Μπάρας (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Μενέλαου Αναγνωστόπουλου) ήταν 23 ετών. Στη δεκαετία 1910-1920 η καρδιά της Ελλάδας χτυπούσε στη Αίγυπτο όπου άνθιζε η λεγόμενη Αλεξανδρινή λογοτεχνία μεταξύ των Ελλήνων του Καΐρου και της Αλεξάνδριας. Οι παραδοσιακές ελληνικές κοινότητες εμπλουτίστηκαν σ’αυτή την περίοδο με τους πρόσφυγες της μικρασιατικής καταστροφής. Ο Αλέξανδρος Μπάρας ήταν ένας απ’ αυτούς, και έζησε για λίγο περισσότερο από δυο χρόνια κοντά σε συγγενείς του στο Κάιρο.

Βαθμολογήστε πρώτοι αυτό το άρθρο
Ελληνικά