130
Μα ο πρωταφέντης Αγαμέμνονας γυρνώντας του άποκρίθη:
«Παλικαριά, Αχιλλέα θεόμορφε, τρανή κι αν έχεις, όχι,
δε με γελάς κι ουδέ πλανεύουμαι κι ουδέ μου αλλάζεις γνώμη.
Να 'χεις εσύ το αρχοντομοίρι σου κι εγώ να μένω θέλεις
με ολάδεια χέρια, κι ορμηνεύεις με να δώσω ετούτη πίσω;
Τώρα αν οι Αργίτες οι τρανόψυχοι καινούργιο αρχοντομοίρι,
της αρεσκιάς μου, μου ξεδιάλεγαν, να σοζυγιάζει το άλλο...
Μ' αν δε μου δώσουνε μονάχοι τους μοιράδι, θα 'ρθω ατός μου
για το δικό σου για και του Αίαντα για του Οδυσσέα να πάρω'
κι όποιος με ιδεί μπροστά του, σίγουρα βαρύ πολύ θα του 'ρθει!
140 Όμως για τούτα δε βιαζόμαστε, τα ξαναλέμε' τώρα
μαύρο στην άγια, ελάτε, θάλασσα να ρίξουμε καράβι,
και κουπολάτες να μαζώξουμε ξεδιαλεχτούς, κι ακόμα
μέσα τρανή θυσία να βάλουμε' κι ας ανεβεί κι ατή της
η Χρυσοπούλα η ροδομάγουλη, κι απ' τους ρηγάδες ένας
για ο Ιδομενέας για κι ο Αίας κύβερνος για κι ο Οδυσσέας ας γένει,
για, αν θες, κι εσύ, Αχιλλέα, ν' ανέβαινες, που τρέμει ο κόσμος όλος'
μπορεί με τις θυσίες να μέρωνες το Μακροσαγιτάρη.»
Κι είπε ο Αχιλλέας ο γοργοπόδαρος ταυροκοιτάζοντάς τον:
«Ωχού μου, από κορφής ξαδιάντροπε και συφεροντονούση!
150
Αργίτης πως κανείς στο λόγο σου με προθυμία ν' ακούσει
και να κινήσει, για στον πόλεμο να βγει παλικαρίσια;
Δεν τα 'χω εγώ με τους αντρόψυχους τους Τρώες αλήθεια, που 'ρθα
να πολεμήσω εδώ' σε τίποτα δε μου 'φταιξαν εμένα'
δε μου άρπαξαν ποτέ τα βόδια μου κι ουδέ τ' αλόγατά μου,
κι ουδέ στη Φθία την παχιοχώματη, την ανθρωποθροφούσα,
ποτέ τους τα σπαρτά μου ερήμαξαν, τι πλήθια ανάμεσα μας
βουνά βρίσκονται μακρογίσκιωτα και θάλασσα όλο λάλο.
Μον 'σένα, αδιάντροπε, ακλουθήξαμε, να χαίρεται η καρδιά σου,
που του Μενέλαου διαφεντεύουμε και τη δικιά σου, σκύλε,
160 τιμή. Μα εσύ γι' αυτά δε γνοιάζεσαι, δεν τα ψηφάς, κι ατός σου
πίσω να πάρεις το μοιράδι μου με φοβερίζεις τώρα,
που οι Αργίτες μου 'δωκαν και μόχτησα βαριά να το κερδέψω.
Ποτέ δεν είν' το αρχοντομοίρι μου σαν το δικό σου, σύντας
κάποιο πολύψυχο πατήσουμε των Τρωών οι Αργίτες κάστρο'
μα η πιο βαριά του πολυτάραχου πολέμου μπόρα πέφτει
στα χέρια ετούτα, κι όταν υστέρα στη μοιρασιά βρεθούμε,
πάντα δικό σου το τρανότερο, κι εγώ στα πλοία διαγέρνω
μικρό κρατώντας, μα καλόδεχτο, σα ρέψω πια απ' τη μάχη.
Τώρα στη Φθία θα πάω' καλύτερα χίλιες φορές αλήθεια 170
να γύρω σπίτι μου με τ' άρμενα, κι ουδέ στο νου μου το 'χω
αψήφιστος να μένω εδώ, αγαθά και βιος να σου σωριάζω.»
Ιλιάς Ιλιάδα, Καζαντζάκη-Κακριδή μετάφρασις (4)
Φόρουμ